Έξι γυναίκες εξομολογούνται τις προσωπικές τους ιστορίες τον Δεκαπενταύγουστο του 1957.
Ελλάδα 1957. Δεκαπενταύγουστος. Έξι γυναίκες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, δουλεύουν σ’ ένα μικρό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας και κατοικούν στις ετοιμόρροπες παράγκες που τους παραχωρεί ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου. Τρόμος επικρατεί στην καθημερινότητά τους, καθώς, στην παραμικρή αντίδραση απέναντι στο Αφεντικό, διακυβεύεται η παραμονή τους στο εργοστάσιο και στη στέγη που τους παρέχει. Σύντομα, όμως, τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο.
Ουρανία
“Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1920. Μεγάλωσα σε μία πολύτεκνη και φτωχή οικογένεια. Οι γονείς μου από μικρή με έμαθαν να είμαι σεβαστική, πειθαρχημένη και να πιστεύω στον Θεό. Πάντα το φαγητό λίγο και φτωχικό αλλά εμείς κάναμε το σταυρό μας και το ευλογούσαμε γιατί απλά είχαμε να φάμε.
Γράμματα δεν έμαθα ποτέ, αλλά έμαθα να φροντίζω και να περιποιούμαι τα αδέλφια μου που ήταν όλα αγόρια. Αυτά με φώναζαν «κλωστή» γιατί ήμουνα υπερβολικά αδύνατη και γιατί έμεναν από απροσεξία κομμάτια κλωστές πάνω στα ρούχα μου μετά το μπάλωμα.
Το τελευταίο, με ένα μαγικό τρόπο, καθόρισε το μέλλον μου στα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας.
Έως τότε καθάριζα σπίτια σαν παρακόρη για να βοηθάω τους δικούς μου. Οι συζητήσεις για την άμεση αποκατάστασή μου έδιναν και έπαιρναν μέχρι που ήρθε ο πόλεμος.
Εκεί οι προσευχές δεν έπιαναν πια και άρχισα να βλέπω την οικογένειά μου να ρημάζεται. Όταν τέλειωσε η κατοχή, ήμουν 25 χρόνων και δε μου είχε μείνει κανείς.
Με λυπήθηκε ένας γείτονας άτεκνος, 39 χρόνων τότε και μου πρότεινε να με πάρει κοντά του και να με φροντίσει. Αυτός έμελλε να είναι ο άντρας μου. Όχι, ποτέ δεν τον ερωτεύτηκα, αλλά ήταν ήσυχος άνθρωπος και καλός. Έμαθα με τα χρόνια να τον αγαπάω.
Στην αρχή δούλεψα τέσσερα χρόνια στις κλωστές και ο άντρας μου σε εργοστάσιο με σωλήνες. Τον έδιωξαν, όμως, και δε έβρισκε πουθενά δουλειά. Τότε μου είπαν ότι ένα αφεντικό με εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας έστελνε κόσμο στα ναυπηγεία της Σύρου και παρείχε και δωρεάν στέγη. Έτσι ξεκίνησα να δουλεύω στο αφεντικό και ο άντρας μου στη Σύρο. Πάντα ήμουνα «σκυλί» στη δουλειά και ποτέ δεν έλεγα πολλά – πολλά με τις υπόλοιπες. Αυτό έκανε το αφεντικό να με προσέξει και να καταφέρνω έτσι να βγάζω κάτι παραπάνω βοηθώντας τον σε διάφορα θελήματα.
Όλους τους όρους που μου επέβαλε τους ακολούθησα κατά γράμμα, με σκοπό να καταφέρω να φύγω μια μέρα από το εργοστάσιο. Κάνω ότι δε βλέπω με τι έχω συμβιβαστεί και δε σταματάω να ελπίζω.”
(Την Ουρανία υποδύεται η ηθοποιός Κατερίνα Μητρούση)
Αγγελική
“Με λένε Αγγελική Αποστόλου. Είμαι η μεγαλύτερη από τα πέντε αδέλφια μου. Έφυγα απ’ το Ναύπλιο γιατί η μάνα μου δεν τα έβγαζε πέρα. Πήγα Πειραιά.
Στην αρχή έκανα δουλειές του «ποδαριού». Λιώσανε οι σόλες μου. Μέχρι που γνώρισα έναν «κύριο», εκεί, στα καφέ σαντάν.
Στην αρχή ήταν ασίκης, φερόταν καλά. Μέσα στα χάλια που ήμουνα, φαινότανε καλός. Πού να ‘ξερα… Μου ‘ταξε «μέλλον» και με πήρε στο εργοστάσιό του… Μέλλον… Αμέσως κατάλαβα.
Η δουλειά σκληρή, τα λεφτά δε φτάνουν, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι αυτός… Αυτός που μας παριστάνει το ζόρικο.
Έρχεται πότε – πότε μ’ αυτό το γλοιώδες ύφος να μας μειώσει, να μας εκμεταλλευτεί, να μας εξευτελίσει. Τον σιχαίνομαι. Κάθε που πλησιάζει, αηδιάζω τόσο πολύ, που θέλω να κάνω εμετό. Εκείνος το καταλαβαίνει, αλλά «φτιάχνεται» ακόμα περισσότερο… «για έλα λίγο πάνω στο γραφείο μου που θέλω κάτι να σου πω»… Βρε άι στο διάολο… Τύραννε…
Σε λίγες μέρες έχουμε Δεκαπενταύγουστο… Ευτυχώς, το αφεντικό είναι «θρήσκο» και έχουμε αργία. Μας αφήνει να δεχτούμε επισκέψεις.
Ο Γιάννης θέλει να έρθει. Εγώ… Δεν ξέρω… Είναι καλό παιδί και μου φέρεται καλά… Αλλά δε φτάνει… Εγώ θέλω να φύγω από δω μέσα… Θέλω το μέλλον που ονειρεύτηκα… να ζήσω και να είμαι ελεύθερη… Ναι, όμως ο Γιάννης είναι έξυπνος, καλός, ευγενικός… Δεν ξέρω… Δεν ξέρω…”
(Την Αγγελική υποδύεται η ηθοποιός Ηλιάνα Νικολοπούλου)
Ευθυμία
“Πάνε πια κοντά εφτά χρόνια μακριά απ΄ τον τόπο μου… αλλά δε γινόταν αλλιώς. Ευτυχώς, την πρώτη μέρα που έφτασα στον Πειραιά, βρέθηκε το αφεντικό και μου πρότεινε να με πάρει στο εργοστάσιο. Σκληρή δουλειά και πολλές ώρες.
Στην αρχή δε μ’ ένοιαζε, θα έκανα τα πάντα να επιβιώσω… δεν είχα άλλη επιλογή…
Το φοβάμαι το αφεντικό… με το παραμικρό απειλεί να μας διώξει… έχω δει τι πάθανε όσες τόλμησαν να του πάνε λίγο κόντρα… η Ειρήνη πάει γυρεύοντας… εγώ προσπαθώ να πηγαίνω με τα νερά του… δε θέλω να με διώξει…
Εδώ έχω τη Δέσποινα… σα μάνα μου την έχω… ο γιος της ο Βασίλης, ο αρραβωνιαστικός μου, είναι καλό παιδί, θα με παντρευτεί… Τον έχω δει όλο κι όλο πέντε φορές, αλλά φαίνεται τίμιος και είναι εργατικός. Δουλεύει στα ναυπηγεία στη Σύρο με τον πατέρα του.
Θα έρθουν τώρα το Δεκαπενταύγουστο για δυο μέρες…
Tο αφεντικό είπε ότι μπορούν να μείνουν εδώ, μαζί μας… Θα πω του Βασίλη να συντομεύσουμε το γάμο… να είμαι σίγουρη… οι άλλες είναι παντρεμένες… Μόνο η Αγγελική γυρνάει με τον ένα και τον άλλο.. δεν θέλω να γίνω έτσι.. θα παντρευτώ το Βασίλη εγώ. Θα φτιάξουν τα πράγματα…”
(Την Ευθυμία υποδύεται η ηθοποιός Γιάννα Σκουλικάρη)
Δέσποινα
“Δεν είμαι πια μικρή. Είμαι ήδη 45 χρόνων. Σ’ αυτό το εργοστάσιο δουλεύω εδώ και έξι χρόνια. Το αφεντικό το ήξερα από παλιά, ήμασταν γείτονες κάποτε στον Πειραιά.
Δεν ήταν αφεντικό τότε αλλά ένας φτωχοδιάβολος. Πώς απέκτησε το εργοστάσιο; Βρώμικη ιστορία, αλλά την ξέρουμε λίγοι.
Κάπως έτσι μου πρότεινε να με πάρει στη δουλειά καθώς με πέτυχε να βολοδέρνω ψάχνοντας για κανένα μεροκάματο. Όχι ότι με λυπήθηκε, αλλά κάποτε τον είχα βρίσει άσχημα και μου το φύλαγε. Νόμιζε πως έτσι θα πάρει την εκδίκησή του. Να με έχει μέσα στο εργοστάσιο και να του δουλεύω 14 ώρες. Να βλέπει να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μ’ αυτά που κάνει και να μη μιλάω. Αυτό του αρέσει.
Αν ήξερε τι έχω μέσα μου γι’ αυτόν, θα τρόμαζε! Αλλά πρέπει να κάνω υπομονή.
Έχω κουραστεί να σκύβω το κεφάλι, αλλά, αν θέλω να βλέπω τον άντρα μου και το γιο μου, έστω και δυο φορές το χρόνο, πρέπει να κάνω υπομονή. Το γιο μου δεν τον έζησα. Εγώ κι ο πατέρας του ήμασταν χρόνια στην παρανομία, σε φυλακές και εξορίες. Το παιδί μου το μεγάλωσαν συγγενείς και πέρασε και χρόνια σε ορφανοτροφείο. Κάποια μέρα δεν άντεξα. Έσπασα. Όχι για αυτά που τραβούσα εγώ, αλλά για αυτά που τραβούσε το παιδί. Πλημμυρισμένη από ντροπή και αηδία για τον εαυτό μου υπέγραψα την εξευτελιστική δήλωση μετανοίας. Μια ζωή θα κουβαλάω την ντροπή μου…
Σε λίγες μέρες έχουμε Δεκαπενταύγουστο. Ο γιος μου είναι πια 23 χρόνων. Ζω για τη στιγμή που θα έρθουν ο άντρας μου κι ο γιος μου και θα μείνουν εδώ, μαζί μας. Ζω για τη στιγμή που θα ακούσω το γιο μου να λέει: «Χρόνια πολλά, μάνα…»”
(Την Δέσποινα υποδύεται η ηθοποιός Άννα Ετιαρίδου)
Κατερίνα
“Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κάσο. Είμαστε έξι αδέλφια. Δυο αδέλφια μου έχουν μπαρκάρει και έχω να τους δω τρία χρόνια, γνωρίζω λίγα για τη ζωή τους. Όταν έφυγαν, όλα άλλαξαν στο σπίτι και τώρα που ήρθε η σειρά μου να δουλέψω, νιώθω ένα μεγάλο φόβο.
Πού πάω; Τι θα συναντήσω εκεί; Τη δουλειά δεν τη φοβάμαι, έχω μάθει πια, η δουλειά στο νησί είναι σκληρή. Φοβάμαι όμως τι θα αντικρίσω εκεί στην πρωτεύουσα και πώς θα επιβιώσω μόνη μου πλέον. Πρέπει να έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα με τους ανθρώπους γύρω μου.
Να μην μιλάω πολύ, να κάνω ό,τι μου λένε και να προσεύχομαι κάθε μέρα για να επιστρέψω κάποια στιγμή στο νησί μου και την οικογένειά μου.”
(Την Κατερίνα υποδύεται η ηθοποιός Χαρά Καραβασιλείου)
Ειρήνη
“Έφυγα με τον άντρα μου από το χωριό κυνηγημένη πριν πέντε χρόνια. Κατεβήκαμε στην πρωτεύουσα για να αρχίσουμε τη ζωή μας από την αρχή.
Στο χωριό είχαμε «χαρακτηριστεί» και δεν μας σήκωνε άλλο εκεί ο τόπος.
Στην Αθήνα, λοιπόν, μείναμε σε μια ξαδέλφη μου, μέχρι να βρούμε κάπου δουλειά, για να μπορούμε να τρώμε ένα πιάτο φαΐ και να έχουμε ένα ταβάνι πάνω από το κεφάλι μας. Εγώ ήμουν τυχερή, έτσι νόμιζα στην αρχή δηλαδή και μια φίλη της ξαδέλφης μου που δούλευε σε ένα εργοστάσιο στον Πειραιά, της είπε ότι ψάχνουν εργάτριες. Έτσι και πήγα. Ο άντρας μου ακόμα δεν είχε βρει τίποτα της προκοπής.
Στο εργοστάσιο τον πρώτο καιρό ήμουν ευχαριστημένη. Η δουλειά ήταν σκληρή και δουλεύαμε πολλές ώρες. Το αφεντικό ήταν ένας κοπρίτης που μας φερόταν απαίσια και μας έδινε ψίχουλα για μισθό, αλλά είχα δουλειά.
Ο άντρας μου τίποτα ακόμα. Εκεί μου είπαν ότι οι άντρες τους δουλεύουν κάτω στα ναυπηγεία στη Σύρο και ότι εκεί πάντα ζητάνε εργάτες. Με βαριά καρδιά ο άντρας μου πήρε το πλοίο για τη Σύρο και εγώ πήγα να μείνω στις παράγκες που μας έδινε το αφεντικό, για να μένουμε εκεί δίπλα, στο εργοστάσιο. Έτσι χωριστήκαμε για τα καλά.
Από τότε συναντιόμαστε μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο. Λεφτά για ταξίδια δεν έχουμε και το αφεντικό δεν μας αφήνει ποτέ να σταματάμε την δουλειά. Το μόνο που μας επιτρέπει είναι να τους φιλοξενούμε μερικές μέρες στις γιορτές. Όχι από καλοσύνη, όχι. Απλώς για να μας έχει στο χέρι και να μας βασανίζει.
Αλλά πλησιάζει ο Δεκαπενταύγουστος και κάνω υπομονή να έρθει ο άντρας μου να τον αγκαλιάσω και να περάσουμε δυο – τρεις μέρες μαζί σαν άνθρωποι και εμείς.”
(Την Ειρήνη υποδύεται η ηθοποιός Άννα Πλουμίδου)
Τις έξι γυναίκες – και τη συνέχεια της ιστορίας τους – τις συναντάμε στο Θέατρο Βαφείο – «Λάκης Καραλής», στην παράσταση Οι Επισκέπτες του Δεκαπενταύγουστου.
Περισσότερες πληροφορίες: https://umano.gr/oi-episkeptes-tou-dekapentavgoustou-sto-theatro-vafeio/
*Ευχαριστούμε όλες τις ηθοποιούς που συνεργάστηκαν μαζί μας για το συγκεκριμένο άρθρο.
Σχετικά άρθρα:
https://umano.gr/i-tania-palaiologou-grafei-os-anna-politkofskagia/
https://umano.gr/oi-protagonistes-tou-tango-miloun-gia-to-rolo-tous/
https://umano.gr/poios-dolofonise-tin-ainigmatiki-anna-warren/
https://umano.gr/o-vasilis-vlaxos-grafei-ws-pakarel-tou-zorz-feynto/
https://umano.gr/h-katerina-damvoglou-grafei-os-frida-kahlo/
Comments are closed.