Μπομπ Μάρλεϊ, ο παγκόσμιος πρεσβευτής της ρέγκε που κατάφερε με τους ήχους του να επηρεάσει την παγκόσμια μουσική κουλτούρα.
Από την Ηρώ Στ. Μπουσούνη
Τόλκιν: Ο δημιουργός του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και του Χόμπιτ |
«Αυτό που χρειαζόμαστε είναι κάποια θετική δόνηση»
Μπομπ Μάρλεϊ, 1975
Γεννημένος στη Τζαμάικα, μεγαλωμένος σε γκέτο, ο Μπομπ Μάρλεϊ μεταφέρει τις φοβίες και τις ανησυχίες του στη μουσική του. Μία μουσική τόσο ισχυρή πολιτικά όσο και μαγευτική ταυτόχρονα. Τα τραγούδια του ήταν οι αναμνήσεις του. Είχε ζήσει κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες – καθώς μεγάλωσε σε γκέτο -, είχε βιώσει τον ρατσισμό, γνώρισε τη φτώχεια και την πείνα… Ο Μπομπ Μάρλεϊ είχε το χάρισμα να τα περιγράφει όλα στη μουσική του με τρόπο αυθεντικό, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο καλλιτέχνη.
Ελάτε και εσείς στην παρέα μας στο Facebook, κάνοντας like στη σελίδα μας. |
Ο Μπομπ Μάρλεϊ εντόπισε τους καταπιεστές και τους αναστάτωσε μιλώντας για κοινωνική αλλαγή.
Είχε πάθος για μία ανθρωπότητα χωρίς διακρίσεις. Για τους ανθρώπους όλων των φυλών, ηλικιών και θρησκευμάτων που ήταν κοινωνικά ευάλωτοι. Δεν πίστευε σε διαχωρισμούς των ανθρώπων ως προς το χρώμα, τη θρησκεία, την κοινωνική τους θέση… Ο Μπομπ Μάρλεϊ πίστευε πως όλοι οι άνθρωποι ήταν αδέλφια.
«Δε πρέπει να σε παίρνει από κάτω ότι και να σου συμβαίνει… εννοώ πως πρέπει να χρησιμοποιείς ότι σου συμβαίνει σαν μία θετική δύναμη, όχι αρνητική.»
Μπομπ Μάρλεϊ, 1975
Θεωρείται ένας από τους πιο επιτυχημένους καλλιτέχνες όλων των εποχών με εκτιμώμενες πωλήσεις πάνω από εβδομήντα πέντε εκατομμύρια. Το τραγούδι του One Love, χαρακτηρίστηκε από το BBC ως το καλύτερο τραγούδι της χιλιετίας. Το περιοδικό Time χαρακτήρισε το άλμπουμ του Exodus ως το καλύτερο άλμπουμ του αιώνα. Ο παγκόσμιος πρεσβευτής της ρέγκε εγκαταστάθηκε στην αίθουσα Rock and Roll of Fame το 1994. Το 2001 τιμήθηκε με αστέρι στο Hollywood Walk of Fame.
Η μουσική του Μπομπ Μάρλεϊ δεν αναγνωρίστηκε ποτέ με κάποια υποψηφιότητα για βραβείο Γκράμι όσο ήταν εν ζωή. Ωστόσο, το 2001 του απονεμήθηκε το βραβείο The Grammy Lifetime Achievement Award(σ.σ. βραβείο για τη συνολική του προσφορά στη μουσική), σχεδόν δηλαδή είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του.
Τα παιδικά χρόνια του Μπομπ Μάρλεϊ

Τα πρώτα χρόνια, η ζωή του μικρού Μπομπ στο χωριό Νάιν Μάιλς επηρεάστηκε από πολλά έθιμα των κατοίκων που προέρχονταν από τις αφρικανικές τους παραδόσεις. Οι παροιμίες, οι μύθοι και οι διάφορες δουλειές που σχετίζονταν με την αγροτική ζωή και ήταν συνδεδεμένες με την παιδική ηλικία του Μπόμπ, θα παρείχαν ένα βαθύτερο πολιτισμικό πλαίσιο και μια αύρα μυστικισμού στη μουσική του.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Μπομπ Μάρλεϊ πηγαίνει στο Κίνγκστον και ζει σε μία από τις φτωχότερες γειτονιές της πόλης. Παράλληλα, δέχεται αρκετά κρούσματα ρατσισμού εξαιτίας του χρώματός του και αργότερα εξαιτίας του ύψους του. Ο Μάρλεϊ παλεύει με τη φτώχεια και αγωνίζεται για τη ζωή του. Εμπλέκεται σε μάχες στο δρόμο και κερδίζει το ψευδώνυμο Tuff Gong.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ, ο παγκόσμιος πρεσβευτής της ρέγκε

Μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, ο Μπομπ Μάρλεϊ αρχίζει να βρίσκει το ενδιαφέρον και την έμπνευσή του στη μουσική. Παράλληλα, η μουσική από τις Ηνωμένες Πολιτείες που άκουγε μέσω του ραδιοφώνου και των τζουκ μποξ, τον επηρέασαν εξίσου. Του άρεσαν ιδιαίτερα καλλιτέχνες όπως ο Ρέι Τσαρλς, ο Έλβις Πρίσλεϊ, οι Ντρίφτερς κ.ά.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, άρχισε να εμφανίζεται μια τοπική λαϊκή μουσική της Τζαμάικα που ονομαζόταν ska. Η συγκεκριμένη μουσική κίνησε το ενδιαφέρον αρκετών νεαρών, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από το γκέτο της περιοχής.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ έγινε μέλος μίας μουσικής ομάδας μαζί με τον παιδικό του φίλο Νέβιλ Λίβινγκστον, αργότερα γνωστό ως Bunny Wailer.
Εκείνα τα χρόνια γνωρίζει τον μουσικό Τζίμι Κλιφ, ο οποίος το 1962 προτείνει τον Μάρλεϊ στον παραγωγό Λέσλι Κονγκ. Ο Μάρλεϊ του έδωσε τα πρώτα του τραγούδια Judge Not, Terror και One More Cup of Coffee και πληρώθηκε μόλις είκοσι δολάρια. Μια πρακτική εκμετάλλευσης που ήταν ευρέως διαδεδομένη τα πρώτα χρόνια ανάπτυξης της μουσικής βιομηχανίας της Τζαμάικα.
Το 1963, ο Τζαμαϊκανός μουσικός της ρέγκε Joe Higgs ήταν από τους πρώτους που βοήθησε τον Μπομπ Μάρλεϊ μαζί με τον Νέβιλ Λίβινγκστον να αναπτύξουν τις φωνητικές τους αρμονίες. Τους γνώρισε τον μουσικό Πίτερ Τος και έτσι δημιουργήθηκε το συγκρότημα The Wailers. Αργότερα, προστέθηκαν και τα μέλη Beverley Kelso, Cherry Smith και Junior Braithwaite που μέχρι το 1966 είχαν εγκαταλείψει το γκρουπ.
Το 1969 έφερε ακόμα μια άλλη αλλαγή στη λαϊκή μουσική της Τζαμάικα, κατά την οποία ο ρυθμός επιβραδύνθηκε ακόμα περισσότερο, έγινε πιο αργός και σταθερός. Ο Μάρλεϊ με τους Wailers ηχογραφούν τραγούδια συνδυάζοντας τη μουσική τους με τους μουσικούς του στούντιο.
Τα κομμάτια που ηχογραφήθηκαν σε εκείνη τη συνάντηση, απεικονίζουν τις πρώτες προσπάθειες των Wailers πάνω στο νέο στυλ της ρέγκε μουσικής.

Τον Απρίλιο του 1973, ο Μπομπ Μάρλεϊ και οι Wailers κυκλοφορούν το πέμπτο τους άλμπουμ, Catch a Fire, που ήταν και το πρώτο που κυκλοφόρησε με την Islands Records. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε σε παγκόσμιο επίπεδο και δέχτηκε θετικές κριτικές. Την ίδια χρονιά βγήκε στην κυκλοφορία και το έκτο τους άλμπουμ, Burnin’, που περιλαμβάνει το γνωστό I shot the sheriff.
Ο Έρικ Κλάπτον, ακούγοντας το τραγούδι, έκανε μία διασκευή και κατάφερε να το φτάσει στην πρώτη θέση του Billboard, ανοίγοντας το δρόμο για τους Wailers και στο ροκ κοινό. Μετά από αυτό, το συγκρότημα προγραμμάτισε να ανοίξει δεκαεπτά συναυλίες στις ΗΠΑ.
Η διεθνής αναγνώριση και ο πυροβολισμός

Το 1974, ο Μπομπ Μάρλεϊ κάνει τη μεγάλη επιτυχία με το No woman no cry από το άλμπουμ Natty Bread.
Όσο μεγαλύτερη γινόταν η φήμη του Μπομπ Μάρλεϊ εκτός Τζαμάικα, τόσο πίσω στην πατρίδα του θεωρούνταν μία μορφή μυστικιστικών διαστάσεων, ένας ποιητής και ένας προφήτης που κάθε του λέξη την άκουγε συλλογικά το αυτί του έθνους. Η εξουσία του θεωρήθηκε απειλή σε ορισμένες περιοχές.
Πολλά από τα τραγούδια του Μάρλεϊ επικεντρώνονται σε πολιτικά θέματα όπως η ελευθερία, η ειρήνη και η επανάσταση.
Τραγουδούσε ανοιχτά υπέρ του λαού της Αφρικής και ποτέ δε δήλωσε πίστη σε κανένα από τα δύο αντιμαχόμενα πολιτικά κόμματα της Τζαμάικα – το δημοκρατικό σοσιαλιστικό κόμμα ή το Εργατικό Κόμμα. Ωστόσο, το 1976 ο Μάικλ Μάνλεϊ, δημοκρατικός σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Τζαμάικα, κάλεσε τον Μάρλεϊ να τραγουδήσει σε μια συναυλία που θα προωθούσε την ειρήνη μεταξύ των δύο πλευρών. Στις 3 Δεκεμβρίου του 1976, όταν έγινε γνωστό πως ο Μπομπ Μάρλεϊ θα λάβει μέρος στη συναυλία, δέχτηκε επίθεση μέσα στο σπίτι του από ελεύθερους σκοπευτές οι οποίοι τραυμάτισαν τον ίδιο, τη σύζυγο και τον μάνατζέρ του.
Παρά τους πυροβολισμούς και τους τραυματισμούς, ο Μπομπ Μάρλεϊ εμφανίζεται στη συναυλία.

Όταν ρωτήθηκε από τους δημοσιογράφους γιατί επέλεξε να τραγουδήσει, εκείνος απάντησε «Οι άνθρωποι που προσπαθούν να κάνουν αυτό τον κόσμο χειρότερο δεν παίρνουν ρεπό. Πώς θα μπορούσα εγώ;»
Μετά από αυτό το γεγονός, ο Μπομπ Μάρλεϊ αναγκάστηκε να φύγει από την Τζαμάικα και να επιστρέψει δύο χρόνια αργότερα, το 1978, δίνοντας ακόμα μία πολιτική συναυλία, το One Love Peace Concert. Στην προσπάθειά του αυτή θα καταφέρει – μετά από δικό του αίτημα – να ενώσει τους δύο πολιτικούς αντιπάλους. Ο ηγέτης του Εθνικού Κόμματος και ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος της Τζαμάικα, κάνουν μία χειραψία πάνω στη σκηνή.
Το κίνητρο πίσω από τη δολοφονική επίθεση του Μπομπ Μάρλεϊ παραμένει μυστήριο. Μέχρι σήμερα δε γνωρίζουμε ακόμα ποιος προσπάθησε να τον σκοτώσει και γιατί.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ και ο ρασταφαριανισμός

Το θρησκευτικό και πολιτικό κίνημα ρασταφάρι γεννήθηκε στην Τζαμάικα τη δεκαετία του ‘30 και θέλει τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Haile Selassie I (γνωστό και ως Ras Tafari) ως ένα ζωντανό θεό που θα οδηγούσε τους καταπιεσμένους μαύρους πίσω σε μια αφρικανική πατρίδα.
Ο παγκόσμιος πρεσβευτής της ρέγκε, Μπομπ Μάρλεϊ, η αρρώστια και ο θάνατος του.

Τον Ιούλιο του 1977, ο Μπομπ Μάρλεϊ διαγνώστηκε με ένα κακοήθες μελάνωμα στο δάχτυλο του ποδιού του. Ο ίδιος θα έλεγε «το είχα δει και παλιότερα αλλά πίστευα πως ήταν χτύπημα από το ποδόσφαιρο». Ο Μάρλεϊ αρνήθηκε την πρόταση των γιατρών για ακρωτηριασμό και ένας από τους βασικούς λόγους ήταν πως θα επηρέαζε το χορό του. Προτίμησε εναλλακτικούς τρόπους θεραπείας, συνεχίζοντας τις εμφανίσεις του. Ο καρκίνος όμως ήταν μεταστατικός και η υγεία του συνεχώς επιβαρυνόταν. Η τελευταία συναυλία του πραγματοποιήθηκε στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια στις 23 Σεπτεμβρίου 1980.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ πέθανε στις 11 Μαΐου 1981 σε νοσοκομείο του Μαϊάμι, σε ηλικία τριάντα έξι ετών.
Τα τελευταία λόγια του στον γιο του Ziggy ήταν «τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν ζωή». Κηδεύτηκε στην Τζαμάικα, δημοσία δαπάνη, σε ένα παρεκκλήσι κοντά στην γενέτειρά του.
Έχουν κυκλοφορήσει συνολικά δεκαπέντε άλμπουμ του Μπομπ Μάρλεϊ (The Wailers, Bob Marley and the Wailers). Η πολιτιστική κληρονομιά αυτού του καλλιτέχνη ήταν και θα είναι πολύτιμη. Δεν είναι μόνο το ότι διέδωσε τη μουσική της Τζαμάικα, διεθνοποίησε τη ρέγκε και υπήρξε πρότυπο για μεταγενέστερους καλλιτέχνες. Είναι πάνω απ’ όλα το γεγονός πως επηρέασε θετικά τους ανθρώπους. Η επαναστατική αλλά ενοποιητική μουσική του, η οποία αμφισβητεί την αποικιοκρατία, τον ρατσισμό, κάθε είδους βία κ.ά., έχει βαθιές επιρροές ευτυχώς μέχρι σήμερα.
«Μία αγάπη! Μία καρδιά! Ελάτε να ενωθούμε όλοι μαζί για να αισθανθούμε καλά.»
Μπομπ Μάρλεϊ, 1976
Πηγές: theguardian.com, bobmarleyfoundation.org, bobmarleymuseum.com, rockhall.com, Bob Marley Spiritual Journey documentary, udiscovermusic.com, bobmarley.com, rollingstone.com, Who Shot the Sheriff?Netflix(2018), Documentary Marley(2012), reggae–vibes.com, en.wikipedia.org
Comments are closed.