Ο Γιώργος Αυγερόπουλος, ο πολυβραβευμένος κινηματογραφιστής, στο umano.gr, σε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης μιλάει ειλικρινά για όλους και για όλα.
Από την Ηρώ Στ. Μπουσούνη
Σωτήρης Τσαφούλιας, ο δημιουργός της εξαιρετικής ταινίας Έτερος Εγώ |
Ο Γιώργος Αυγερόπουλος, ο πολυβραβευμένος κινηματογραφιστής, με τη σειρά ντοκιμαντέρ Εξάντας έφερε τον υπόλοιπο πλανήτη λίγο πιο κοντά μας. Πρόκειται για έναν διεθνώς διακεκριμένο επαγγελματία του χώρου που συνδυάζει τη δημοσιογραφία με το ντοκιμαντέρ, δίνοντας τον λόγο σε αυτούς που δεν μπορούν να ακουστούν, βρισκόμενος με τα έργα του στο πλευρό των αδυνάτων.
Ο Γιώργος Αυγερόπουλος ξεκίνησε ως ρεπόρτερ αφηγούμενος μικρές, καθημερινές ιστορίες από τον τόπο του και κατόρθωσε να αγγίξει μερικά από τα πιο φλέγοντα ζητήματα του πλανήτη. Η παραδοχή συνανθρώπων του ότι άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν τα πράγματα, μέσα από τα ντοκιμαντέρ του, είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση γι’ αυτόν. Ωστόσο, έχει γνωρίσει και την επίσημη αναγνώριση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, με τη σειρά ντοκιμαντέρ Εξάντας να αποσπά πάνω από σαράντα διεθνή βραβεία.
Το ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου, AGORA: Από τη δημοκρατία στις αγορές, που πραγματεύεται την οικονομική κρίση στην Ελλάδα για την περίοδο 2010-2014, καθήλωσε κοινό και κριτικούς, ενώ απέσπασε πέντε διεθνή βραβεία.
Ελάτε και εσείς στην παρέα μας στο Facebook, κάνοντας like στη σελίδα μας. |
Σε μια χώρα που βγάζει πολλές «βεντέτες», περίμενα πως κι εκείνος, λόγω της διαδρομής του, θα αποτελούσε μία από αυτές, ωστόσο διαψεύστηκα ευχάριστα! Τον συνάντησα στο γραφείο του. Η απλότητα αλλά και η ευγένεια που είχε σαν άνθρωπος με άφησαν έκπληκτη. Η κουβέντα μαζί του ήταν τόσο ενδιαφέρουσα, που θα μπορούσα να τον ακούω να μιλάει για ώρες. Όταν τελείωσε η συνέντευξη σκέφτηκα πόσο τυχεροί είναι όσοι τον έχουν δίπλα τους, όπως και όλοι εμείς που γνωρίζουμε και παρακολουθούμε τη δουλειά του. Το μικρόβιο της δημοσιογραφίας του το έβαλε ένας φίλος του πατέρα του, ας είναι καλά όπου κι αν είναι!
Umano: Δημοσιογράφος, λοιπόν, από επιλογή;
Είναι μία ιστορία λίγο περίεργη. Δεν είχα κανένα όνειρο να γίνω δημοσιογράφος, ήθελα να γίνω πιλότος ή μουσικός. Το μουσικός έχει κάπως καλυφθεί αφού έπαιζα σε μπάντες από τα δεκατρία μου χρόνια και γράφω τραγουδάκια με την κιθάρα μου μέχρι και σήμερα. Ο πιλότος δε θα μπορούσε να καλυφθεί γιατί είχα μυωπία από μικρός.
Κάποια στιγμή τελειώνοντας το Λύκειο το 1987-88, είχα επιλέξει την Τρίτη Δέσμη με την εις άτοπον απαγωγή δηλαδή του τι μπορώ να κάνω… μπορώ να χειριστώ τη γλώσσα, τις λέξεις αλλά όχι τα νούμερα. Συνειδητοποίησα όμως ότι δεν είχα κανένα ενδιαφέρον σε όσα με οδηγούσε εκείνη η διαδρομή, δεν ήθελα να γίνω ούτε δάσκαλος, ούτε αρχαιολόγος, ούτε δικηγόρος, ούτε τίποτα. Η μοναδική σχολή που είχα δηλώσει στο μηχανογραφικό μου, αν τυχόν περνούσα, ήταν η φιλοσοφική. Δεν πέρασα και εκείνη τη στιγμή έπρεπε να σκεφτώ τι θα κάνω στη ζωή μου.
Κάποιος φίλος από το οικογενειακό μας περιβάλλον, φίλος του πατέρα μου, μου είχε πει «και γιατί δε γίνεσαι δημοσιογράφος;».
Εγώ το μόνο που ήξερα για τη δημοσιογραφία ήταν εκείνη την ταινία με τον Κούρκουλο που έλεγε «όχι άλλο κάρβουνο»! Σκέφτηκα από μέσα μου πως θα ήταν ωραίο να μπορείς να υπερασπίζεσαι, να γίνεις η φωνή των αδυνάτων, να ψάχνεις πράγματα.
Πήγα στη μάνα μου και ζήτησα 180.000 χιλιάδες δραχμές για να πάω να σπουδάσω σε μία ιδιωτική σχολή δημοσιογραφίας. Η μάνα μου νόμιζε ότι έμπλεξα, της εξήγησα τι ήθελα να γίνω και μου είπε «παιδί μου μην το κάνεις αυτό, αυτοί είναι αλήτες, πίνουν και παίζουν μπαρμπούτι το βράδυ!».
Άρχισα να φοιτώ στη σχολή και μέσα σε έξι μήνες κατάλαβα ότι η δημοσιογραφία δε μαθαίνεται σε μια σχολή αλλά στο δρόμο. Με όλο το θράσος το δεκαεφτάμησι χρόνων πήγα και ζήτησα σε μία εφημερίδα να γίνω δόκιμος. Μιλάμε για το 1988 που υπήρχαν κυρίως εφημερίδες. Με πήραν στη δουλειά και εκεί συνάντησα διάφορους ανθρώπους, ένας από αυτούς, πολύ γνωστός σήμερα, με απέλυσε στους έξι μήνες λέγοντάς μου «φύγε, εσύ δεν κάνεις για αυτή την δουλειά». Μέσα από αυτή τη διαδικασία γνώρισα κάποιους ανθρώπους που έψαχναν για νέα παιδιά τα οποία να μπορούν να τρέχουν ολημερίς και ολονυχτίς. Και έτσι από κει πήγα σε άλλες εφημερίδες όπως στην ιστορική Ακρόπολη για παράδειγμα, λίγο πριν κλείσει στα τέλη της δεκαετίας του ‘80.
Umano: Υπήρξε κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος που σας βοήθησε στα πρώτα σας βήματα;
Υπήρξε ο Γιώργος Τσαπόγας, που με έμαθε δημοσιογραφία – εξαιρετικός άνθρωπος, άριστος δημοσιογράφος, με αντιστασιακή δράση και κοινωνικούς αγώνες.
Ήταν μία φάση «Καράτε Κιντ».
Καθόμασταν μία υπέροχη μέρα και μου έλεγε «καίγεται το ΜΙΝΙΟΝ», εγώ έπαιρνα την τσαντούλα μου και πήγαινα. Καθόμουν έξω από το Μινιόν που φυσικά δεν καιγόταν, και το «έβλεπα» να καίγεται. Όταν γύριζα με ρώταγε «πόσα πυροσβεστικά οχήματα πήγαν» του απαντούσα τόσα, «με πόσους άντρες;» δεν ήξερα. Έπρεπε όμως να ξέρω πως κάθε πυροσβεστικό όχημα χωράει x άντρες και να κάνω μόνος μου τους πολλαπλασιασμούς. «Και σπάσανε την πόρτα οι πυροσβέστες;» απαντούσα ναι, «γιατί δεν το γράφεις;». «Τι χρώμα ήταν η πόρτα; Ήταν μεταλλική, ξύλινη;» Με μάθαινε να περιγράφω με λεπτομέρειες. Σε μία άλλη περίπτωση, είχαμε μία παρόμοια άσκηση με ένα έγκλημα και την ώρα που είπα «ο δολοφόνος» με ρώτησε «Ήσουν μπροστά εσύ; Πώς ξέρεις ότι είναι ο δολοφόνος; Επομένως δεν είναι ο δολοφόνος αλλά ο φερόμενος ως δράστης». Με μάθαινε να γράφω με ακρίβεια.
Λίγο αργότερα το 1990 στο MEGA που μόλις είχε ανοίξει, έγραψα ένα ρεπορτάζ διάρκειας σαράντα δευτερολέπτων (τόσο ήταν ένα τηλεοπτικό θέμα τότε), δεκατρείς φορές! Ο Γιώργος Λεβεντογιάννης, αρχισυντάκτης μου τότε, το έσκιζε μπροστά μου και με έβαζε να το ξαναγράψω. Ασκήσεις ύφους και εκφράσεων. Μαζί του ήταν ο Γιάννης Μιχελάκης και ο Κανέλος Τσουτάκος που δεν άφηναν κείμενο για κείμενο που να μην το ξεσκονίσουν. «Οι λέξεις έχουν δύναμη». Πόσο δίκιο είχαν!
Τότε μου ήταν βασανιστικό όλο αυτό δεν σας κρύβω. Όμως σήμερα θα μπορούσα να πω πως ο τρόπος με τον οποίο γράφω ή λειτουργώ, έχει τις ρίζες του σε εκείνη την εποχή. Με έμαθαν και τους ευχαριστώ για αυτό.
Umano: Ξεκινήσατε τη δημοσιογραφία για να είσαστε στο πλευρό των αδυνάτων. Όταν αρχίσατε να δουλεύετε δεν απογοητευτήκατε από το χώρο;
Εκείνη την εποχή όταν έλεγες «είμαι δημοσιογράφος» το έλεγες με καμάρι και εκείνος που σε άκουγε ένοιωθε πως είχε δίπλα του ένα σύμμαχο. Ένα σύμμαχο που είναι σε θέση να κρίνει την εξουσία, να υπερασπιστεί τον αδύναμο άνθρωπο, να γίνει η φωνή όσων δεν μπορούν να ακουστούν. Όχι ότι ήταν παράδεισος ή δεν υπήρχαν προβλήματα, όμως η επικρατούσα αντίληψη ήταν ότι η δημοσιογραφία ήταν ένα λειτούργημα, στο οποίο ήμασταν υποχρεωμένοι να υπερασπιστούμε την αλήθεια και να τα βάλουμε με την εξουσία. Αυτό άρχισε να αλλάζει άρδην μετά το 1995.
Αυτό που βιώνουμε πια, το «Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιογράφοι» θεωρώ πως είναι δίκαιο, παρόλο που είναι τσουβάλιασμα. Εγώ γνωρίζω δημοσιογράφους που δεν είναι αλήτες ούτε ρουφιάνοι. Ωστόσο μόνοι μας βγάλαμε τα μάτια μας.
Umano: Γιατί πιστεύετε πως έχασε ο κόσμος την εμπιστοσύνη του απέναντι στους δημοσιογράφους; Πού οφείλεται αυτό;
Έγινε πλέον φανερό ότι οι δημοσιογράφοι άρχισαν να χαριεντίζονται με την εξουσία όλο και περισσότερο, όλο και πιο φανερά, έβλεπες τη δημοσιογραφία να χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο στην πολιτική, έβλεπες δημοσιογράφους να πληρώνονται για να λένε ψέματα. Αυτή η εικόνα πέρασε στη συνείδηση του κόσμου, ότι πλέον αυτοί οι τύποι ταυτίζονται με το αφεντικό τους και την πολιτική του εκάστοτε μέσου που δουλεύουν και δε μπορούμε να περιμένουμε τίποτα καλύτερο από αυτούς. Δυστυχώς, αυτό συνέβη και δε βλέπω να γίνεται καμία προσπάθεια για να αλλάξει.
Umano: Σαν πολεμικός ανταποκριτής έχετε καλύψει έξι πολέμους. Τι βλέπει ένας δημοσιογράφος σε μία εμπόλεμη ζώνη που δε μπορεί να μεταφέρει μέσα από την οθόνη;
Βλέπει μία φρίκη αλλά κυρίως μυρίζει, κάτι που δε μπορεί να μεταδοθεί. Κανείς δεν μπορεί να μεταδώσει με ακρίβεια την οσμή ενός πεδίου μάχης, την μίξη της μυρωδιάς του αίματος με αυτή των εκρηκτικών, του λιωμένου σίδερου και του καμένου τσιμέντου.
Πρόκειται για μια απίστευτη δυστυχία που προκαλεί ο ίδιος ο άνθρωπος στον συνάνθρωπό του και για τις πιο φριχτές εικόνες που δε μπορεί να συλλάβει ούτε ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος του κόσμου.
Βλέπεις τον θάνατο σε όλες τις μορφές του και τις ανθρώπινες συμπεριφορές στην πιο ακραία τους μορφή, το χειρότερο και το καλύτερο, το απόλυτο μίσος και την πιο δυνατή αγάπη, τίποτα ενδιάμεσο. Φαντάσου ένα βουνό από σάρκες στην βομβαρδισμένη αγορά του Σαράγιεβο τον Αύγουστο του 1992 και μια μάνα να σηκώνει χέρια και πόδια – ακριβώς όπως το λέω – για να βρει από κάτω την κόρη της. Φαντάσου αποκεφαλισμένα πτώματα σε ένα χωράφι στο Κόσοβο και τα κοράκια να τσιμπολογούν τα μάτια των ανθρώπων. Όλες αυτές τις εικόνες, τις κουβαλάς μαζί σου σε όλη σου τη ζωή και πρέπει να ζήσεις με αυτές, κουκουλώνοντάς τες κάπως ώστε να μην σε πληγώνουν καθημερινά. Οι ταινίες τρόμου χλωμιάζουν μπροστά στην πραγματικότητα.
Έμαθα δύο πράγματα από όλα αυτά: Πρώτον ότι σε ένα πόλεμο τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Και δεύτερον να εκτιμώ αυτά που έχω ήδη, την ανεκτίμητη αξία του να πίνεις ένα καφέ με τους φίλους σου χωρίς να απειλείται η ζωή σου, να ανοίγεις την βρύση και να τρέχει νερό ή να έχεις ηλεκτρικό ρεύμα. Πράγματα που στις μέρες μας πολλοί άνθρωποι τα θεωρούν δεδομένα και αυτονόητα, ωστόσο δυστυχώς δεν είναι και πιστέψτε με, μπορεί να ανατραπούν από τη μια μέρα στην άλλη.
Umano: Ακολουθήσατε τα μονοπάτια του ντοκιμαντέρ… που είναι δύσκολα, ενώ θα μπορούσατε να κάθεστε σε κάποιο γραφείο ή να παρουσιάζετε κάποια εκπομπή.
Το 1990 στο MEGA βρέθηκα να ασχολούμαι για πρώτη φορά με την κινούμενη εικόνα και μαγεύομαι! Βλέπω, κατανοώ, ότι μπορείς να πεις μία ιστορία με ευρύ τρόπο χρησιμοποιώντας δύο γλώσσες, τη δικιά σου και της κινούμενης εικόνας. Για να μπορέσω όμως να τη δαμάσω – γιατί είναι μία άλλη γλώσσα, σαν τα αγγλικά – καθόμουνα και ξενυχτούσα με τους τεχνικούς & τους μοντέρ του MEGA. Ο Τόλης Σαραντάρης με τεράστια υπομονή μου έδειχνε πως μοντάρουν, τι σημαίνει άξονας κτλ. Ζητούσα από τους καμεραμέν τα βιβλία που έκαναν στη σχολή και τα διάβαζα. Με αυτό τον τρόπο άρχισα να καταλαβαίνω τι γινόταν.
Δεν έβλεπα τον εαυτό μου σαν έναν τύπο που η δουλειά του είναι να κρατάει ένα μαρκούτσι, ένα στυλό, να γράφει πέντε σημειώσεις και να ρωτάει τον κόσμο. Ήθελα να έχω επίγνωση της πλήρους εικόνας και του τεχνικού κομματιού που είναι σημαντικό για να πεις την ιστορία.
Στην συνέχεια ως πολεμικός ανταποκριτής και frontline reporter άρχισα να έρχομαι σε επαφή με συγκλονιστικές ιστορίες που ωστόσο θα έπρεπε να περιοριστούν στην σύντομη διάρκεια ενός ρεπορτάζ στο δελτίο ειδήσεων.
Το 1997 πλέον οι ειδήσεις είχαν γίνει βιομηχανία. Για να καταλάβεις έχω ακούσει την υπέροχη ατάκα «κάνε μία έρευνα να παίξει το βράδυ». Ήταν μεσημέρι όταν μου το ζήτησαν. Εκεί κατάλαβα πως έκλεισε ένας κύκλος. Είχα δύο επιλογές, να κάνω αυτό που είπες, να κάθομαι δηλαδή σε ένα γραφείο και να διατάζω – που το έκανα κάποια στιγμή αλλά πέθανα από τη βαρεμάρα, την πλήξη και την έλλειψη δημιουργικότητας – και η άλλη επιλογή ήταν να αλλάξω δουλειά.
Το 1997 πηγαίνουμε με τη γυναίκα μου στο Περού και βρίσκουμε δουλειά σαν υπάλληλοι ξενοδοχείου. Το σκεφτόμασταν πολύ αν θα γυρίσουμε. Επιστρέψαμε τελικά και το 2000 έρχεται, πια, η ευκαιρία με τον Εξάντα στον ALPHA όπου εργαζόμουν τότε χάρις τον τότε πρόεδρο του σταθμού κ. Στάθη Τσοτσορό και τον διευθυντή ενημέρωσης Σταμάτη Μαλέλη. Πλέον συνειδητοποιώ ότι μπορώ να χρησιμοποιήσω όσα ξέρω για να κάνω κάτι πολύ πιο ευρύ, ένα ντοκιμαντέρ που θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Και αυτό το εξελίσσω μέχρι σήμερα.
Umano: Να περάσουμε στον Εξάντα – που κατά την προσωπική μου γνώμη κάθε ένα ντοκιμαντέρ βλέπεται με κομμένη την ανάσα. Θα μας μιλήσετε λίγο για αυτό;
Ο Εξάντας είναι μία σειρά κοινωνικοπολιτικών και ανθρωπολογικών ντοκιμαντέρ που στόχος ήταν να γίνει ένα παράθυρο προς τον κόσμο. Όταν γεννήθηκε, το 2000, η Ελλάδα ομφαλοσκοπούσε του σκοτωμού και εξακολουθεί να το κάνει.
Έπρεπε να δημιουργηθούν εργαλεία ώστε να μπορεί ο συμπατριώτης μας να ερμηνεύσει τη δική του ζωή με βάση όσα γίνονται στο μεγάλο θαυμαστό κόσμο που λέγεται πλανήτης γη. Αυτό είναι και το μότο μας «Τίποτα δεν είναι μακριά, όλα είναι δίπλα μας». Αυτό ισχύει για ένα παγκοσμοποιημένο περιβάλλον, για παράδειγμα, η τεράστια οικολογική καταστροφή από τις πετρελαϊκές εταιρείες στο Δέλτα του ποταμού Νίγηρα, μεταφέρει το πρόβλημα, στο ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου μας.
Πήγε πολύ καλά, ο κόσμος ενδιαφέρθηκε και η ανταπόκρισή του ξεπέρασε τις προσδοκίες μας. Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν οι άνθρωποι από το σινάφι μας που έλεγαν «Τι βλακείες πας να κάνεις, ποιος ενδιαφέρεται για την Τσετσενία; Γιατί δεν πας να κάνεις για τους Έλληνες στην Αστόρια;»
Να σου πω την αλήθεια ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω γιατί ο Άγγλος ενδιαφέρεται, ο Γάλλος ενδιαφέρεται, ο Ιταλός ενδιαφέρεται και πάει λέγοντας ενώ ο Έλληνας δε θα πρέπει να ενδιαφέρεται. Ποιος είναι αυτός που αποφασίζει για το τι ενδιαφέρει τον άλλον;
Αυτό ήταν για μένα μία μεγάλη απογοήτευση από κάποιους ανθρώπους του σιναφιού μας που ακόμα και σήμερα αποφασίζουν για το τι ενδιαφέρει τον Έλληνα και τι όχι.
Umano: Μήπως με αυτό σας το εγχείρημα καταρρίφθηκε ο μύθος πως «δείχνουμε αυτά, γιατί αυτά θέλει ο κόσμος»;
Ο κόσμος θα παρακολουθούσε στην τηλεόραση οτιδήποτε του δείχνει. Στη Ρουμανία επί Τσαουσέσκου, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή οχτώ ώρες και έπαιζε μόνο Τσαουσέσκου, τι σημαίνει; Οτιδήποτε και αν έχει η τηλεόραση ο κόσμος θα την έχει ανοιχτή μόνο και μόνο για να έχει μία παρέα, να ακούει κάτι. Είναι στο χέρι μας να διαμορφώσουμε μία καλύτερη τηλεόραση και κατά επέκταση μία καλύτερη κοινωνία γιατί η τηλεόραση είναι σχολείο, διαμορφώνεται κόσμος μέσα από εκεί.
Αν είχαμε μία καλύτερη και ποιοτική τηλεόραση θα είχαμε μία καλύτερη κοινωνία.
Δε μιλάω για βαριά κουλτούρα αλλά για προγράμματα που δεν υποτιμούν τη νοημοσύνη μας και δεν προσβάλουν την αισθητική μας γιατί αυτή τη στιγμή παρακολουθούμε προγράμματα που προσβάλουν βάναυσα και τα δύο.
Umano: Το 2013 σας χάνουμε ξαφνικά από την τηλεόραση καθώς η κυβέρνηση κλείνει την ΕΡΤ όπου και προβάλλονταν για δέκα συνεχή χρόνια ο Εξάντας.
Ναι, το 2013 κλείνει η ΕΡΤ. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα κομβικό σημείο όχι μόνο για τη χώρα και τον κόσμο αλλά και για εμάς. Αντιμετωπίζαμε τη δεδομένη στιγμή μία οικονομική καταστροφή. Είχαμε σύμβαση με την ΕΡΤ και είχαμε ετοιμάσει κάποια επεισόδια που όλα βρίσκονταν σε κάποιο στάδιο της παραγωγής. Κλείνει η ΕΡΤ και είχαμε δύο επιλογές: ή να βάλουμε τη γάτα μας να κλαίει ή να κάνουμε κάτι. Αποφασίσαμε να κάνουμε το δεύτερο, να πάρουμε τη μικρή μας βάρκα και να ανοιχτούμε στον ωκεανό της διεθνούς αγοράς και από τότε δραστηριοποιούμαστε εκεί.
Το «AGORA – Από την Δημοκρατίας στις Αγορές» καθώς και το πρόσφατο «Μέχρι την Τελευταία Σταγόνα» αποτελούν διεθνείς συμπαραγωγές μεταξύ της εταιρείας μας Small Planet Productions και γαλλικών, γερμανικών και ασιατικών δικτύων.
Umano: Το ντοκιμαντέρ σας AGORA: Από τη δημοκρατία στις αγορές τιμήθηκε με πέντε βραβεία στο εξωτερικό, ο Τόμας Σνάιντερ του γερμανικού Haus de Documentarfilms είπε χαρακτηριστικά πως «ίσως πρόκειται για το σημαντικότερο ντοκιμαντέρ της χρονιάς», προβλήθηκε από δεκάδες τηλεοπτικούς σταθμούς στο εξωτερικό. Πώς σας ήρθε η ιδέα;
Ξέρετε, τα ντοκιμαντέρ είναι σαν τα τραγούδια, γεννιούνται από αυτό που σε καίει. Το AGORA – Από την Δημοκρατία στις Αγορές ξεκινάει το 2010, μόλις ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοινώνει από το Καστελόριζο με μοβ γραβάτα ότι θα ζητήσει τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF) κτλ.
Έχοντας, ήδη, δει το 2001 την οικονομική κατάρρευση της Αργεντινής αντιλαμβάνομαι πρώτον, πως αυτό δεν είναι μία προσωρινή περιπέτεια και δεύτερον, ότι θα ξανά ζήσω αυτό που είχα δει στην Αργεντινή.
Είχα μείνει μπροστά στην τηλεόραση σαν τον χάνο. Δεν πίστευα αυτό που άκουγα και ήθελα να κάνω κάτι. Τις επόμενες ημέρες τριγυρνούσα με την κάμερα στους δρόμους της Αθήνας τραβώντας διάφορα πράγματα χωρίς να γνωρίζω τι ακριβώς ήθελα να κάνω. Καθώς οι μήνες περνούσαν οι πολιτικές της αδικίας που είχα κινηματογραφήσει στην Ασία, στην Αφρική και στην Λ. Αμερική, άρχισαν να έρχονται στην αυλή μου. Το 2011 με τις πλατείες η ταινία άρχισε να παίρνει μορφή. Αποφάσισα να κινηματογραφήσω αυτή την υπόθεση για χρόνια και ο χρόνος αποδείχθηκε σύμμαχος. Είχα τη δυνατότητα να παρακολουθώ ανθρώπους και να τους βλέπω να μεγαλώνουν, να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους που έρχονταν απανωτά το ένα με το άλλο, είχα την ευχέρεια να περιμένω.
Το 2013 το σχέδιο της ταινίας παρουσιάζεται για πρώτη φορά ενώπιον διεθνών δικτύων στο Amsterdam και βρίσκει αμέσως συμπαραγωγούς την δημόσια γερμανική τηλεόραση WDR και το Al Jazeera.
Umano: Τολμάτε και λέτε πολλές αλήθειες, δε φοβάστε;
Δε θεωρώ ότι κάνω κάτι ιδιαίτερο για να φοβηθώ. Όταν γράφω ένα σενάριο που το γράφω για μήνες, έχω το χρόνο να μην πέφτω σε λακκούβες. Σε κάθε τελεία, θα πρέπει να ρωτάς τον εαυτό σου αν αυτό που έχεις γράψει αποτελεί fact. Αν ναι, προχωράς στην επόμενη πρόταση. Σε κάθε σενάριό μου, κάτω από κάθε πρόταση, έχει δεκάδες παραπομπές, από πού δηλαδή βρήκες και λες αυτό που λες.
Σημαντικό βέβαια είναι και ο τρόπος που τα λες, εγώ δεν κουνάω το δάχτυλο σε κανέναν.
Υπήρξε μία περίπτωση το 2007, όσον αφορά στο ντοκιμαντέρ «ΔΕΛΤΑ- Οι βρώμικες δουλειές του πετρελαίου», που ήταν ένα έργο σταθμός στην πορεία μας γιατί ήταν το πρώτο που βγήκε με πολλές αξιώσεις στο εξωτερικό και απέσπασε πολλά βραβεία, με αποτέλεσμα να γίνουν πολλοί οι «φίλοι» μας και στην Ελλάδα. Άρχισαν ξαφνικά να μας αγκαλιάζουν, να μας θεωρούν φίλους τους, να μη μας βλέπουν πια σαν εξωτικά πουλιά, να μας λένε πως πάντα ήξεραν την αξία μας. Ήταν μία πολύ αστεία περίοδος.
Έξι μήνες μετά την προβολή του έργου και μετά τα βραβεία του, γίνεται στην Χάγη μία εκδήλωση της Διεθνούς Αμνηστίας για το Δέλτα του Ποταμού Νίγηρα – στην οποία συμμετείχε γνωστή εταιρεία πετρελαίου – μαζί με όλους τους ιθαγενείς της περιοχής και θα προβαλλόταν το ντοκιμαντέρ μας. Μόλις τελείωσε η προβολή του πετάχτηκε σαν ελατήριο ο εκπρόσωπος της εταιρείας και είπε «Ότι παρακολουθήσατε είναι ψέματα».
Πήρε το λόγο ο άνθρωπος της Διεθνούς Αμνηστίας και του είπε «να σας δείξουμε εμείς φωτογραφίες που πήραμε μία εβδομάδα πριν στις ίδιες περιοχές που γυρίστηκε το έργο». Στις φωτογραφίες που έδειξε η κατάσταση ήταν χειρότερη, με αποτέλεσμα να ντροπιαστεί. Απολογήθηκε ζητώντας συγνώμη, επιβεβαιώνοντας πως θα κάνουν ότι καλύτερο μπορούν για να εξορθολογήσουν τον οικολογικό χαρακτήρα της εταιρείας. Αυτό είναι το μοναδικό που μας έχει συμβεί.
Umano: Έχετε τιμηθεί με σαράντα βραβεία ανά τον κόσμο. Πώς αισθάνεστε για αυτό;
Είναι ωραίο συναίσθημα να αναγνωρίζουν τη δουλειά σου. Το μεγαλύτερο βραβείο όμως είναι να σε σταματάει ο κόσμος στο δρόμο και να σου λέει πως του δημιούργησες χιλιάδες σκέψεις με αυτό που είδε. Το πραγματικό βραβείο είναι όταν θα σου πει κάποιος πως άλλαξε η οπτική του μετά από κάποιο ντοκιμαντέρ του Εξάντα. Πράγμα που έχει συμβεί.
Umano: Διάβασα στην Καθημερινή πως είπατε «Αυτή η πατρίδα μπορεί να σε μασήσει, να σε λιώσει, να σε πετάξει σαν αποφάγια στη γωνία και μετά να δηλώνει περήφανη που διακρίθηκες στο εξωτερικό».
Αλήθεια δεν είναι; Υπάρχει ένα βαθύ ζήτημα σε αυτή τη χώρα, η έλλειψη παιδείας. Προφανώς δεν αναφέρομαι στο ποσοστό των αποφοίτων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά στην εκφορά λόγου και επιχειρημάτων, για το πως γίνεται – αν θέλεις – ο δημόσιος διάλογος.
Είμαστε απόγονοι μεγάλων συζητητών και έχουμε σταματήσει να συζητάμε.
Umano: Έχετε επισκεφτεί τόσα μέρη, ήσασταν κοντά σε τόσα μεγάλα γεγονότα, έχετε κάνει τόσα πολλά ντοκιμαντέρ. Αλήθεια, από όλα αυτά τι θυμάστε περισσότερο;
Εντυπωσιάζομαι πάρα πολύ από τη σοφία που κουβαλάνε οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Λατινικής Αμερικής, οι Ινδιάνοι, οι ιθαγενείς δηλαδή, με τους οποίους μπορείς να κάθεσαι μερόνυχτα και να συζητάς για διάφορα πράγματα που μας αφορούν. Έχουν βρει μία ισορροπία στον τρόπο ζωής τους. Έτυχα σε μία τελετή κάθαρσης στο Εκουαδόρ που μου εξηγούσαν πως φτιάχνουν το γιακχέ, ένα παραισθησιογόνο που το μαγειρεύουν τρεις ημέρες και το πίνει όλη η φυλή. Μετά λένε τα οράματα που είδαν στον σαμάνο και όλες οι εντάσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε μέλη της φυλής εξανεμίζονται.
Σε αυτές τις κοινότητες δεν υπάρχει βία εν μέρει εξαιτίας αυτού. Αυτά φυσικά τα εξοβέλισε η χριστιανική θρησκεία ως πράγματα του σατανά. Επίσης, έχω εντυπωσιαστεί με τις διαφορετικές αντιλήψεις διαφόρων κοινοτήτων και πολιτισμών ανά τον κόσμο για το θάνατο ή για το φύλο, πως αντιλαμβάνονται δηλαδή ιθαγενείς πληθυσμοί το τρίτο γένος.
Τέλος, αυτό που έχω μάθει καλά είναι πως στην απόλυτη μαυρίλα βρίσκεις ελπίδα.
Umano: Πάνω σε τι δουλεύετε τώρα; Τι να περιμένουμε από εσάς;
Βρισκόμαστε στον τρίτο χρόνο παραγωγής του AGORA II. Πρόκειται για τίτλο εργασίας αλλά ουσιαστικά είναι η συνέχεια του πολυβραβευμένου AGORA καθώς εξετάζει την περίοδο 2015 – 2018 σε αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «Ελληνική κρίση» . Περιλαμβάνει όλες τις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές της, με υλικό που δεν έχει δει ποτέ το φως της δημοσιότητας και είναι άκρως διαφωτιστικό. Έχει όλους τους πρωταγωνιστές, Έλληνες και ξένους, καθώς και απλούς ανθρώπους που παρακολουθούμε μέσα στον χρόνο. Θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2019.
Επιπλέον επειδή είμαστε πολυσχιδείς άνθρωποι, έχουμε σχεδιάσει στην SmallPlanet μία καινούρια σειρά και η οποία θα φιλοξενηθεί σε ένα ιδιωτικό ελληνικό δίκτυο εθνικής εμβέλειας. Ονομάζεται «Οι Πειρατές του Αιγαίου».
Πρόκειται για μία σειρά οχτώ ωριαίων ντοκιμαντέρ ιστορικού περιεχομένου που αναφέρεται στην πειρατεία στο Αιγαίο μεταξύ του 15ου και 19ου αιώνα.
Είναι μία άγνωστη περίοδος, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, μια ιστορία από τον ελληνικό Μεσαίωνα που δεν τη διδαχθήκαμε στο σχολείο, ένα σημείο κενό. Σε αυτή την παραγωγή έχω την τιμή να υπογράφω την παραγωγή μαζί με την Αναστασία Σκουμπρή.
Umano: Θα ήθελα να κλείσουμε με την ερώτηση, όταν ανοίγετε τα μάτια σας το πρωί ποια είναι η πρώτη σκέψη που σας έρχεται στο μυαλό;
Ξημερώσαμε και σήμερα. Θεωρώ πως η ζωή είναι δώρο και δεν πρέπει να την εξευτελίζεις. Όπως λέει και το τραγούδι «είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή, είναι πολύ μεγάλη μην την κάνεις καρναβάλι». Κάθε στιγμή να μη ξοδεύεται, να είναι χρήσιμη.
Για να δείτε τα ντοκιμαντέρ επισκεφτείτε το site:
http://www.exandasdocumentaries.com/
http://www.agorathedoc.com
http://www.uptothelastdrop.com
Comments are closed.