Τα πιο γνωστά παραμύθια του αγαπημένου μας παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.

Σαρλ Περό: Ο πατέρας των παραμυθιών

Τόλκιν: Ο δημιουργός του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και του Χόμπιτ

Death Note: Το κόμικ και anime που διχάζει

Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν είναι ένας από τους πιο γνωστούς και αγαπημένους παραμυθάδες. Οι περισσότεροι μεγαλώσαμε με τις ιστορίες του, μας προβλημάτισαν, μας συντρόφευσαν – και μας συντροφεύουν ακόμα – σε πολλές αφηγήσεις και αναγνώσεις.

Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν ξεχωρίζει με τα παραμύθια του.

Τα πιο γνωστά παραμύθια του μεγάλου συγγραφέα ξεφεύγουν από τα τετριμμένα. Οι ιστορίες του είναι μοναδικές! Προβληματίζουν, εκπαιδεύουν, συγκινούν, θέτουν στα παιδιά τις βάσεις για πολλά ερωτήματα. 

Ο Δανός συγγραφέας γεννήθηκε το 1805 στο Odense. Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, μετακόμισε στην Κοπεγχάγη για να ασχοληθεί με την υποκριτική. Εκεί ο Άντερσεν ανακάλυψε το ενδιαφέρον του για τη συγγραφή και επικεντρώθηκε σε αυτή.

Όπως οι περισσότεροι παραμυθάδες, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν εμπνεύστηκε τα παραμύθια του από ιστορίες που είχε ακούσει.

Τα πρώτα παραμύθια του δημοσιεύτηκαν το 1835, δεν είχαν ιδιαίτερη αναγνώριση και οι πωλήσεις ήταν κακές. Ο Άντερσεν θα συνεχίσει να γράφει παραμύθια και να τα δημοσιεύει μέχρι το 1872, οπότε και είχε ένα ατύχημα. Έπεσε από το κρεβάτι του και τραυματίστηκε σοβαρά. Ποτέ δεν επανήλθε πλήρως μετά τους τραυματισμούς του, ενώ παράλληλα εμφάνισε και καρκίνο του ήπατος. Πέθανε τρία χρόνια αργότερα, το 1875.

Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έγραψε παραμύθια, θεατρικά έργα, μυθιστορήματα, ποιήματα κ.ά. Τα παραμύθια του Άντερσεν έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από εκατό γλώσσες, με βασικό χαρακτηριστικό τους πως είναι ιστορίες για μικρά και μεγάλα παιδιά.

Ελάτε και εσείς στην παρέα μας στο Facebook, κάνοντας like στη σελίδα μας.

Τα πιο γνωστά παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Το Ασχημόπαπο

Τα πιο γνωστά παραμύθια του Χανς Κρίστιαν ΆντερσενΑπό τα πιο γνωστά και συγκινητικά παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 11 Νοεμβρίου του 1843.

«Μία πάπια κλωσούσε τα αβγά της ανυπόμονη να σπάσουν. Όταν τα αβγά εκκολάφτηκαν εμφανίστηκαν τα πανέμορφα παπάκια της. Ένα όμως ξεχώριζε καθώς ήταν λίγο ασχημούλικο. Η μαμά πάπια ήταν αποφασισμένη να το αγαπάει και ας ήταν διαφορετικό.

Δεν είχαν όμως την ίδια άποψη οι υπόλοιπες πάπιες, που κορόιδευαν το παπάκι και το φώναζαν ασχημόπαπο.

Ακόμα και τα αδέρφια του τού φέρονταν σκληρά καθώς δεν το ήθελαν μαζί τους. Εκείνο πληγωμένο πήγαινε στη μητέρα του, που το αγκάλιαζε τρυφερά λέγοντάς του πως δεν είναι άσχημο, απλά διαφορετικό. Τα πειράγματα αυξήθηκαν και δεν άφηναν σε ησυχία το παπάκι, μέχρι που αποφάσισαν να το διώξουν λέγοντάς του πως κανείς δεν το αγαπάει. Η μαμά του προσπάθησε να τους μεταπείσει, όμως το παπάκι είχε πληγωθεί τόσο πολύ που αποφάσισε να φύγει. Πήγε σε μία λίμνη να ζήσει μόνο του. Εκεί ήρθαν και στάθηκαν κάτι όμορφοι κύκνοι. Το παπάκι τους θαύμασε και σκέφτηκε «μακάρι να ήμουν κι εγώ όπως αυτοί». Πέρασε ένας χρόνος και το παπάκι μεγάλωσε. Καθόταν στη λίμνη μόνο του όταν τον πλησίασε ένας κύκνος και του είπε «Γιατί κάθεσαι μόνος σου; Είσαι αδελφός μας, έλα μαζί μας».

Το παπάκι σάστισε, κοιτάχτηκε στο νερό που το απέφευγε καιρό και είδε πως είχε γίνει ένας πανέμορφος κύκνος.

Ακολούθησε τους άλλους κύκνους που ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο και όταν πέρασε να δει τη μητέρα του, την πάπια, όλες οι άλλες πάπιες έσκασαν από τη ζήλια τους μπροστά σε τόση ομορφιά...»

Tα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα

Τα πιο γνωστά παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Ivo Kruusamägi [CC BY-SA 4.0 (httpscreativecommons.orglicensesby-sa4.0)]
Από τα πιο έξυπνα παραμύθια, όχι μόνο του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν αλλά γενικότερα. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 7 Απριλίου 1837.

«Κάποτε ζούσε ένας βασιλιάς που είχε αδυναμία στα καινούργια ρούχα. Είχε πολλές διαφορετικές φορεσιές για κάθε περίσταση της ημέρας και συνεχώς ραφτάδες από όλο τον κόσμο του έραβαν καινούργια. Δύο πονηροί κατεργάρηδες σκέφτηκαν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία του βασιλιά, προς όφελός τους. Παρουσιάστηκαν μπροστά του και του εξήγησαν πως ήταν ξακουστοί ραφτάδες που υφαίνουν πανέμορφα ρούχα, με υφάσματα ανάλαφρα και με μία μαγική ικανότητα.

Τα ρούχα ήταν αόρατα για τους κουτούς και τους ανάξιους.

Ο βασιλιάς ενθουσιάστηκε, τους έδωσε αρκετό χρυσάφι και τους κάλεσε να στρωθούν στη δουλειά. Οι δύο κατεργάρηδες «στρώθηκαν στη δουλειά» με υφάσματα που δεν υπήρχαν, κλωστές ανύπαρκτες και ολημερίς «δούλευαν τον αργαλειό». Συνεχώς ζητούσαν χρήματα από το βασιλιά – δήθεν για τα έξοδά τους – και εκείνος έδινε απλόχερα. Γελούσαν με τη ματαιοδοξία του που δεν τον άφηνε να δει μπροστά του. Μετά από δύο εβδομάδες, ο βασιλιάς έστειλε τον υπουργό του για να του πει τη γνώμη του για τα καινούργια ρούχα.

Όταν ο υπουργός ζήτησε από τους ραφτάδες να του τα δείξουν, δεν είδε τίποτα. Δεν τόλμησε όμως να μιλήσει, μην πει κανείς ότι είναι ανάξιος για τη θέση του.

«Υπέροχα», φώναζε, «κάνατε εξαιρετική δουλειά». Το ίδιο έπαθαν οι περισσότεροι στην αυλή του βασιλιά, το ίδιο έπαθε και αυτός. Αποφάσισε να βάλει τα «καινούργια ρούχα» στη μεγάλη παρέλαση, για να δει αντιδράσεις και να καταλάβει τους ανάξιους και τους κουτούς. Βγήκε, λοιπόν, γυμνός στο δρόμο και ο λαός, με αυτά που είχε ακούσει, φοβόταν και φώναζε πως τα ρούχα είναι υπέροχα. Όλοι, εκτός από ένα παιδί που βγήκε μπροστά από τον κόσμο και φώναξε πως ο βασιλιάς ήταν γυμνός. Κάνοντας όλους να δουν την αντικειμενική αλήθεια και όχι την «αλήθεια» των ραφτάδων.»

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Hans Tegner [Public domain]
Από τα πιο λυπηρά και συγκινητικά παραμύθια του Δανού συγγραφέα είναι το Κοριτσάκι με τα σπίρτα. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1845.

«Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και το κρύο ήταν τσουχτερό. Άνθρωποι τυλιγμένοι στις γούνες τους και στα παλτό τους, έτρεχαν βιαστικά για να αγοράσουν τα τελευταία τους δώρα πριν την μεγάλη βραδιά. Κάπου, χαμένο στα φώτα της πόλης, ήταν ένα φτωχό μικρό κοριτσάκι με παλιά τρύπια ρούχα που κρύωνε και πεινούσε. Η όλη της περιουσία ήταν κάποια σπίρτα που προσπαθούσε να πουλήσει για να πάρει κάτι να φάει. Κανείς όμως – μα κανείς – δεν της έδινε σημασία.

Όσο τους πλησίαζε η μικρή, οι άνθρωποι απομακρύνονταν.

Μέχρι που μία άμαξα τη χτύπησε και έχασε τα παπουτσάκια που φορούσε στα πόδια της. Το χιόνι «τρύπαγε» τα πόδια της. Το κοριτσάκι κοντοστάθηκε σε ένα παράθυρο και είδε ένα μεγάλο σαλόνι στολισμένο με ένα υπέροχο χριστουγεννιάτικο έλατο. Η οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω από τραπέζι ετοιμαζόταν να φάει τη λαχταριστή γαλοπούλα και να ανταλλάξει δώρα.

Το κοριτσάκι κρύωνε πολύ. Κάθισε σε μία γωνιά του δρόμου και άναψε ένα σπίρτο για να ζεσταθεί. Τότε, μέσα στη φλόγα του σπίρτου, είδε ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο με πολλά πολύχρωμα στολίδια και δώρα. Άπλωσε το χεράκι της να πάρει ένα δώρο μα το σπίρτο έσβησε. Άναψε αμέσως το επόμενο. Είδε μία πεντανόστιμη γαλόπουλα, όμως σαν άπλωσε το χεράκι της για να φάει, το σπίρτο έσβησε. Άναψε το επόμενο και τότε είδε τη γιαγιά της, να της χαμογελά.

Το κοριτσάκι, με δάκρυα στα μάτια, παρακάλεσε τη γιαγιά της που βρισκόταν στον ουρανό να την πάρει μαζί της.

Η γιαγιά άνοιξε τα χέρια της για να την αγκαλιάσει, μα το σπίρτο έσβησε πάλι. Το κοριτσάκι άναψε το επόμενο και είδε πάλι τη γιαγιά της, που αυτή τη φορά την αγκάλιασε με αγάπη και την πήρε μαζί της.

Το επόμενο πρωί, κόσμος είχε μαζευτεί γύρω από το άψυχο σώμα του παιδιού και ήταν όλοι «βαθιά λυπημένοι» για την τύχη του, ενώ την προηγούμενη νύχτα κανείς – μα κανείς – δεν είχε δώσει σημασία.»

Η μικρή γοργόνα

Τα πιο γνωστά παραμύθια του Χανς Κρίστιαν ΆντερσενΗ ιστορία της μικρής γοργόνας του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 7 Απριλίου 1837.

«Στο βυθό της θάλασσας, ζούσε με τον πατέρα και τις αδελφές της η μικρή γοργόνα. Ανυπομονούσε για τα γενέθλιά της όπου θα έβγαινε στον αφρό της θάλασσας και θα μπορούσε να δει τον κόσμο όπως οι αδελφές της. Όταν η μικρή γοργόνα ανέβηκε στην επιφάνεια της θάλασσας, είδε μία βάρκα με έναν όμορφο πρίγκιπα που ψάρευε. Ένα κύμα, όμως, τσάκισε τη βάρκα και τον πέταξε στα βράχια. Θα είχε βέβαιο θάνατο αν δεν τον βοηθούσε η ίδια, βγάζοντάς τον στην ακτή. Ο πρίγκιπας ήταν αναίσθητος και δε θυμόταν ποιος τον είχε σώσει.

Η μικρή γοργόνα ζήτησε από τη μάγισσα της θάλασσας να της δώσει το ελιξίριο που θα τη μεταμόρφωνε για πάντα σε άνθρωπο.

Η μάγισσα της εξήγησε πως κάτι τέτοιο απαιτούσε πολλές θυσίες. Θα έχανε την αιώνια ζωή της, δε θα μπορούσε να γυρίσει ξανά στη θάλασσα και επίσης, θα έπρεπε να ανταλλάξει την υπέροχη φωνή της για τα ανθρώπινα πόδια. Αφού η μικρή γοργόνα  είχε ερωτευτεί τον πρίγκιπα, τα αγνόησε όλα και ήπιε το ελιξίριο.

Βγαίνοντας στην ακτή σαν άνθρωπος, συνάντησε τον πρίγκιπα. Εκείνος μαγεύτηκε από την ομορφιά της και την πήρε στο παλάτι μαζί του. Κάποια άλλη πριγκίπισσα όμως προοριζόταν για σύζυγος του πρίγκιπα και ισχυριζόταν πως εκείνη τον είχε σώσει.

Η μικρή γοργόνα ήθελε να πει στον πρίγκιπα την αλήθεια, όμως είχε χάσει τη φωνή της.

Απογοητευμένη και λυπημένη παρακολούθησε τους γάμους του αγαπημένου της. Η μάγισσα της θάλασσας της έστειλε μήνυμα στον ύπνο της να σκοτώσει τον πρίγκιπα για να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Μα για εκείνη ήταν αδύνατο κάτι τέτοιο. Αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι της στη θάλασσα, μα καθώς δεν ήταν πλέον γοργόνα πνίγηκε.»

Η Τοσοδούλα

ΤοσοδούλαΤο γνωστό παραμυθάκι της Τοσοδούλας του Άντερσεν, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 16 Δεκεμβρίου 1835.

«Ζούσε κάποτε μία γυναίκα που δε μπορούσε να κάνει παιδιά. Η γυναίκα ήταν απελπισμένη μέχρι που εμφανίστηκε μία ηλικιωμένη και της έδωσε ένα σπόρο, λέγοντάς της πως αν τον φυτέψει θα έχει ότι λαχταρά. Η γυναίκα φύτεψε το σπόρο. Μετά από καιρό, φύτρωσε ένα όμορφο τριαντάφυλλο που στην καρδιά του ζούσε ένα κοριτσάκι τόσο μικρό, που χωρούσε μέσα σε μία ανθρώπινη παλάμη.

Η μητέρα ονόμασε το κοριτσάκι Τοσοδούλα. Μάνα και κόρη περνούσαν καλά μαζί. Μία κακιά βατραχίνα είδε την Τοσοδούλα και ήθελε να την παντρέψει με το γιο της. Την έκλεψε ενώ κοιμόταν. Όταν η Τοσοδούλα ξύπνησε, αντίκρισε τη βατραχίνα που της ανακοίνωσε τους γάμους με το γιο της. Η Τοσοδούλα έβαλε τα κλάματα και τα  ψάρια της λίμνης τη λυπήθηκαν. Αποφάσισαν να την απομακρύνουν από τη βατραχίνα.

Άφησαν την Τοσοδούλα στις όχθες της λίμνης και εκεί η μικρή γνώρισε έναν ποντικό. Ο ποντικός της πρότεινε να μείνει μαζί του και θα της παρείχε φαγητό και στέγη.

Η Τοσοδούλα δέχτηκε καθώς δεν είχε πού να πάει. Ο καιρός περνούσε μέχρι που κάποια στιγμή, ο ποντικός της είπε να χαιρετίσει τα λουλούδια και τον ήλιο γιατί θα την παντρέψει με έναν τυφλοπόντικα. Η Τοσοδούλα βγήκε με δάκρυα στα μάτια να χαιρετίσει τον ήλιο και τα λουλούδια. Συνάντησε ένα πληγωμένο περιστέρι και το βοήθησε. Όταν εκείνο τη ρώτησε τι είχε, εκείνη του εξήγησε.

Το περιστέρι την πήρε στη ράχη του και πέταξαν μακριά. Την άφησε σε έναν τόπο γεμάτο λουλούδια, που σε κάθε λουλούδι ζούσε ένα μικρό ανθρωπάκι σαν την Τοσοδούλα. Ένα μικρό αγόρι τη χαιρέτησε και της είπε πως είναι ο αρχηγός της χώρας των τοσοδούληδων. Τη ρώτησε αν θα ήθελε να ζήσουν μαζί και η Τοσοδούλα δέχτηκε με χαρά. Και έζησαν ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια.»

Βίκτορ Ουγκό: Ο σπουδαιότερος Γάλλος συγγραφέας

Δώδεκα βιβλία που πρέπει να διαβάσετε

Πέντε βιβλία της Αγκάθα Κρίστι που θα σας συναρπάσουν

Η βασίλισσα του χιονιού
Τα πιο γνωστά παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Elena Ringo httpwww.elena-ringo.com [CC BY 3.0 (httpscreativecommons.orglicensesby3.0)]
Το παραμύθι της παγωμένης βασίλισσας είναι από τα πιο γνωστά του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 21 Δεκεμβρίου του 1844.

«Κάποτε υπήρχε ένας μαγικός καθρέφτης. Ο καθρέφτης έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια που μετέφεραν οι άνεμοι σε όλο τον κόσμο. Όταν ένα από αυτά τα κομματάκια έμπαινε στο μάτι κάποιου, ότι και αν κοιτούσε, έβλεπε τη χειρότερή του πλευρά φέρνοντας δυστυχία.

Ένα από τα κομμάτια του καθρέφτη μπήκε στο μάτι ενός μικρού αγοριού, του Κάι. Από τότε ο Κάι άρχισε να αλλάζει. Δεν έχανε ευκαιρία να καυγαδίζει, ήταν συνέχεια νευριασμένος και έλεγε πως όλα ήταν βαρετά. Μια παγωμένη νύχτα του χειμώνα, μία γυναίκα με κουκούλα ντυμένη στα κάτασπρα και με ένα τεράστιο κατάλευκο έλκηθρο, ήρθε έξω από το παράθυρο του Κάι. Την κοίταξε εντυπωσιασμένος και την ακολούθησε, ανεβαίνοντας στο έλκηθρο. Η γυναίκα αυτή ήταν η βασίλισσα του χιονιού και πάγωσε οριστικά την καρδιά του.

Εκείνη τη νύχτα, ο Κάι χάθηκε.

Η αγαπημένη του φίλη Γκέρντα, αποφάσισε να πάει να τον βρει. Έψαχνε για χρόνια, ρωτούσε τους ανθρώπους, τα ζώα, τα λουλούδια, το νερό, τον άνεμο, το δάσος… μα κανείς δεν τον είχε δει. Τότε ένας τάρανδος προσφέρθηκε να τη βοηθήσει και να την πάει στον Κάι. Ο τάρανδος την πήγε στο κάστρο της βασίλισσας του χιονιού, όπου όλα ήταν φτιαγμένα από πάγο. Όταν η Γκέρντα μπήκε μέσα βρέθηκε σε μία παγωμένη αίθουσα. Βρήκε τον Κάι μισοπαγωμένο και αμίλητο.

Η Γκέρντα πήρε τον Κάι στη ζεστή αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει.

Τα δάκρυά της έπεσαν στο πρόσωπο και την καρδιά του Κάι και έλιωσαν τον πάγο, παρασύροντας μακριά το κομματάκι του καθρέφτη. Το αγόρι ξύπνησε και βλέποντας τη φίλη του άρχισε να κλαίει κι αυτό. Οι δυο φίλοι άρχισαν να τρέχουν μακριά από το παλάτι και από την κακιά βασίλισσα του χιονιού.»

Οι έντεκα αγριόκυκνοι
Τα πιο γνωστά παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
photo by Plum leaves-flickr-httpscreativecommons.orglicensesby2.0

Οι έντεκα αγριόκυκνοι και η ιστορία της Ελίζας είναι από τα πιο αγαπημένα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 2 Οκτωβρίου 1838.

«Κάποτε ζούσε ένας βασιλιάς που είχε έντεκα γιους και μία κόρη. Είχε χάσει τη γυναίκα του και αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί. Η δεύτερη γυναίκα του ήταν μία κακιά μάγισσα που ήθελε μόνο να σκοτώσει το βασιλιά και να εξοντώσει τα παιδιά του, για να πάρει το βασίλειο.

Μεταμόρφωσε τα έντεκα αγόρια σε όμορφους κύκνους που πέταξαν μακριά και το κορίτσι, που λεγόταν Ελίζα, το έδιωξε.

Η Ελίζα γυρνούσε για μέρες μόνη της, δίχως να έχει κάπου να μείνει. Συνεχώς σκεφτόταν τα αδέλφια της και το πώς θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Μέχρι που συνάντησε μία ηλικιωμένη γυναίκα. Τη ρώτησε γιατί ήταν τόσο λυπημένη και η κοπέλα της εξήγησε πως μια κακιά μάγισσα είχε μεταμόρφωσε τα αδέλφια της σε κύκνους. Τότε η γριά γυναίκα της είπε ότι αν ήθελε να τους βοηθήσει, θα έπρεπε να μαζέψει – με γυμνά χέρια – τσουκνίδες και να φτιάξει έντεκα γιλεκάκια για να φορέσουν τα αδέλφια της. Μα για να λυθούν τα μάγια, θα έπρεπε καθ’ όλη την διαδικασία να είναι σιωπηλή και να μη μιλάει σε κανέναν.

Η Ελίζα ξεκίνησε αμέσως να μαζεύει τσουκνίδες και να πλέκει.

Ο βασιλιάς της περιοχής την είδε και την ερωτεύτηκε. Την πήρε στο παλάτι του κάνοντάς της πολλές ερωτήσεις, μα δεν πήρε καμία απάντηση. Είχε κάτι το ιδιαίτερο αυτή η κοπέλα όμως, του άρεσε πολύ. Ένα βράδυ η Ελίζα βγήκε στον κήπο του παλατιού για να μαζέψει τσουκνίδες. Τότε οι αυλικοί του βασιλιά τη συνέλαβαν και την κατηγόρησαν για μάγισσα. Ο βασιλιάς της φώναζε να μιλήσει και να υπερασπιστεί τον εαυτό της, όμως η κοπέλα δε μπορούσε καθώς τελείωνε το εντέκατο γιλεκάκι. Τη μετέφεραν στην κεντρική πλατεία όπου θα την έκαιγαν. Είχε τελειώσει το πλέξιμο, μα τα αδέλφια της πουθενά. Η φωτιά ξεκίνησε και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της, όχι για την ίδια αλλά για τα έντεκα αδέλφια της που θα έμεναν για πάντα κύκνοι.

Τότε από μακριά εμφανίστηκαν τα πουλιά, που αγριεμένα προσπαθούσαν να σώσουν την αδελφή τους από τη φωτιά.

Εκείνη άρχισε να πετάει τα γιλεκάκια και ένας-ένας οι αγριόκυκνοι γίνονταν και πάλι άνθρωποι. Ο βασιλιάς διέταξε αμέσως να σβήσουν τη φωτιά και τα δώδεκα αδέλφια του εξήγησαν τι είχε συμβεί. Όλοι μαζί πήραν πίσω το παλάτι από την κακιά μητριά. Τα αγόρια και ο πατέρας έζησαν στο παλάτι, μα η πριγκίπισσα παντρεύτηκε επιτέλους το βασιλιά που τόσο αγαπούσε και δε μπορούσε να του το πει και έζησαν ευτυχισμένοι.»

Το αηδόνι του αυτοκράτορα

Το αηδόνι του αυτοκράτορα
photo by Internet Archive Book Images-no-restrictions

Το διδακτικό παραμύθι Το αηδόνι του αυτοκράτορα, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1843.

«Κάποτε στην Κίνα ζούσε ένας μελαγχολικός αυτοκράτορας που ήταν συνέχεια λυπημένος. Μία μέρα ένα αηδόνι άρχισε να τραγουδάει μέσα στο βασιλικό κήπο. Ο αυτοκράτορας μαγεμένος από το τραγούδι του, άρχισε να χαμογελάει μετά από πολύ καιρό. Έδωσε εντολή να φυλακίσουν το αηδόνι και να το φέρουν κοντά του. Το αηδόνι του απάντησε πως δεν ήταν ανάγκη να το φυλακίσει, θα έμενε κοντά του και θα του τραγουδούσε.

Κάθε πρωί το αηδόνι άρχιζε το γλυκό του τραγούδι και όλη η Κίνα μιλούσε για το κελάιδισμά του.

Μία μέρα ο αυτοκράτορας δέχτηκε ένα περίεργο δώρο. Ένα μηχανικό αηδόνι που έμοιαζε με το αληθινό, τραγουδούσε το ίδιο και ήταν στολισμένο με διαμάντια, ρουμπίνια και ζαφείρια. Το δώρο είχε ένα σημείωμα που έγραφε «Το αηδόνι του αυτοκράτορα της Κίνας, δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό του αυτοκράτορα της Ιαπωνίας».

Ο αυτοκράτορας έδιωξε το αληθινό αηδόνι και κράτησε το ψεύτικο.

Πέρασε ένας χρόνος και το μηχανικό αηδόνι χάλασε. Ο αυτοκράτορας έπεσε πάλι σε βαριά κατάθλιψη, αρρώστησε και ήταν ετοιμοθάνατος. Μέχρι που ακούστηκε έξω από το παράθυρό του το κελάιδισμα του αληθινού αηδονιού. Άρχισε να γίνεται καλά και κατάλαβε το λάθος του.»

Ο μολυβένιος στρατιώτης

Τα πιο γνωστά παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
By Vilhelm Pedersen, Public Domain, httpscommons.wikimedia.org

Η συγκινητική ιστορία του μολυβένιου στρατιώτη και της μπαλαρίνας, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 2 Οκτωβρίου του 1838.

«Ένα μικρό αγόρι πήρε δώρο για τα γενέθλιά του ένα κουτί με είκοσι τέσσερα μολυβένια στρατιωτάκια. Τα μολυβένια στρατιωτάκια είχαν κατασκευαστεί από το λιώσιμο μιας παλιάς κουτάλας. Μέσα στο κουτί υπήρχε και ένα εικοστό πέμπτο στρατιωτάκι που ήταν διαφορετικό από τα άλλα, καθώς είχε μόνο ένα πόδι. Το βράδυ που τα παιδιά πήγαιναν για ύπνο, τα παιχνίδια ζωντάνευαν και το μολυβένιο στρατιωτάκι ερωτεύτηκε μία όμορφη, χάρτινη μπαλαρίνα που στεκόταν και εκείνη στο ένα της πόδι. Το πρόβλημα ήταν πως εκείνο ήταν μέσα σε ένα κουτί και εκείνη στην άλλη άκρη του δωματίου.

Η μπαλαρίνα, είχε κι αυτή με τη σειρά της προσέξει το στρατιωτάκι και ήθελε να βρεθεί κοντά του.

Στην προσπάθειά του να τη φτάσει, το στρατιωτάκι βρέθηκε στο περβάζι του παραθύρου όπου ένας δυνατός άνεμος το παρέσυρε στο δρόμο. Πέρασε πολλές περιπέτειες και πίστευε πως είχε χάσει οριστικά την όμορφη μπαλαρίνα του, μέχρι που βρέθηκε σε μία λίμνη και το κατάπιε ένα ψάρι. Το ίδιο ψάρι μαγείρεψε η μαγείρισσα του σπιτιού και το στρατιωτάκι βρέθηκε ξανά στο ίδιο δωμάτιο με την μπαλαρίνα του. Εκείνη χάρηκε που τον ξανά είδε, όμως η απόσταση μεταξύ τους ήταν ακόμα μεγάλη.

Το μικρό αγόρι παρατήρησε πως το στρατιωτάκι ήταν κουτσό και το πέταξε στο τζάκι.

 Η χάρτινη μπαλαρίνα είδε τον αγαπημένο της να καίγεται και ήθελε να πάει κοντά του. Τότε κάποιος άνοιξε το παράθυρο και φύσηξε ένας άνεμος που μετέφερε την μπαλαρίνα μέσα στο τζάκι, πλάι στο μολυβένιο στρατιώτη της. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Η μοναδική φορά που κατάφεραν να είναι μαζί, ήταν μέσα στη φωτιά. Το επόμενο πρωί, μέσα στις στάχτες του τζακιού, η καθαρίστρια βρήκε μία μικρή καρδούλα που συμβόλιζε τη μεγάλη αγάπη τους.»

Κεντρική φωτογραφία: Elisabeth Jerichau-Baumann [Public domain]

Comments are closed.