Περί αερικών και άλλων δαιμονίων: Το στοιχειό του ξυλουργού – Μέρος Δεύτερο
Από την Ειρήνη Αγγελίδου
«Μόνο η φωτιά εξαγνίζει ένα στοίχειωμα. Ή η ευλογία του παπά. Έτσι ξέρουν οι παλιοί. Αλλά τι συμβαίνει όταν ο πεθαμένος δε συμμορφωθεί με αυτές τις προσταγές;»
(Απόσπασμα από το Περί αερικών και άλλων δαιμονίων στις ελληνικές νήσους τον 18ο και 19ο αιώνα, Αγνώστου Συγγραφέως)
Το Αννιώ δεν είχε εύκολη γέννα. Ξημέρωσε και ξανανύχτωσε μέχρι να γεννήσει την κόρη της. Κι ήταν τόση η λαχτάρα της να δει τον πατέρα της και να τον ευχαριστήσει για το δώρο του, που ο άντρας της Αννιώς έβαλε νερό στο κρασί του και κίνησε να βρει τον πεθερό του, να μονοιάσουνε και να τον πάει να δει την κόρη και το εγγόνι του.
Όταν έφτασε στο πατρικό της γυναίκας του, όμως, ήταν λες και δεν είχε κατοικηθεί ποτέ. Παράθυρα και πόρτες ήταν σφαλιστά. Χτύπησε μια, χτύπησε δυο και τρεις φορές. Φώναξε και τον πεθερό του με τ’όνομά του, αλλά καμιά απάντηση.
Αλλά όταν κόλλησε το αυτί του στην πόρτα, θα μπορούσε να ορκιστεί πως άκουσε βήματα.
Από τις φωνές του, ταράχτηκε μια γειτόνισσα και βγήκε στο κατώφλι της να δει τι συνέβαινε. Ο νέος τη ρώτησε για τον γέρο πεθερό του αλλά η γειτόνισσα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Είχαν να τον δουν μέρες. Ακούστηκε πως η κόρη του γέννησε κι όλοι πίστεψαν πως πήγε στη Χώρα να δει το καινούργιο του εγγόνι. Στο μεταξύ είχαν βγει κι άλλοι γείτονες στις αυλές τους και όλοι συμφώνησαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έτσι, δύο από τους γείτονες και ο γαμπρός του ξυλουργού, έβαλαν όλη τους τη δύναμη και έσπασαν την πόρτα.»
Το περιστατικό που ακολούθησε, έκανε πολλά χρόνια να ξεχαστεί. Ακόμα και σήμερα το διηγούνται οι μεγαλύτεροι στους μικρότερους, κατά προτίμηση δίπλα σε ένα αναμμένο τζάκι, όταν η νύχτα είναι σκοτεινή κι οι παγωμένοι αέρηδες χώνουν τα κοφτερά τους δόντια στη σάρκα κάθε ανύποπτου διαβάτη. Το σπίτι ήταν σκοτεινό και μύριζε κλεισούρα. Στην αρχή, άκρα του τάφου σιωπή επικρατούσε. Αλλά σιγά σιγά άρχισαν όλοι να σιγακούνε το χαρακτηριστικό σούρσιμο που έκαναν τα βήματα του γερο-ξυλουργού όταν περπατούσε.
Στέκονταν μαρμαρωμένοι όλοι στην είσοδο του μικρού σπιτιού λες και ένα ζωώδες ένστικτο να τους προειδοποιούσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
Οι φόβοι τους αποδείχτηκαν αληθινοί καθώς τα μάτια του ενός γείτονα, όταν πλέον συνήθισε το μισοσκόταδο του δωματίου, έπεσαν σε ένα σκούρο βουναλάκι από ρούχα σε μια απόμερη γωνιά, μισοκρυμμένο πίσω από ένα χαμηλό ντιβανάκι. Ο γαμπρός του ξυλουργού ξεροκατάπιε και πλησίασε αργά αργά το περίεργο θέαμα. Γονάτισε δίπλα στο ντιβανάκι και ένιωσε μια παγωμάρα να αγκαλιάζει τα πλευρά του.
«Είναι ο πεθερός μου», είπε στους γείτονες που είχαν μαζευτεί. «Πέθανε». Δεν είχε προλάβει καλά καλά να τελειώσει τα θλιβερά του λόγια όταν το ίδιο σούρσιμο ακούστηκε και πάλι. Μόλις γύρισαν είδαν τη γνώριμη φιγούρα του εκλιπόντος να πορεύεται αργά προς το εργαστήρι του και να κλείνει τη πόρτα πίσω του. Τα πράγματα άρχισαν να μπερδεύονται σε αυτό το σημείο. Άλλοι έλεγαν πως ο γέρος γύρισε και τους κοίταξε με τα γουρλωμένα μάτια ενός βρικόλακα. Άλλοι πως το σπίτι άρχισε να τρέμει και όλοι έτρεξαν έξω να μην τους καταπλακώσει το σπίτι.
Εκεί που όλοι όμως συμφωνούσαν ήταν πως ο γαμπρός έπαθε τέτοιο ταράκουλο που του ήρθε λιποθυμία και χρειάστηκε να τον βγάλουν σηκωτό από το σπίτι του μακαρίτη του πεθερού του.
Τι έγινε στη συνέχεια; Η γειτονιά προσπάθησε να το ξεχάσει. Ποιος άλλωστε θέλει να παραδεχτεί πως μένει δίπλα σε ένα στοιχειωμένο σπίτι;
Στην αρχή σφράγισαν πόρτες και παράθυρα και το ξεκλείδωναν μόνο κάθε χρόνο – ανήμερα του θανάτου του γερο-ξυλουργού – για να τελέσουν ένα ευχέλαιο και μνημόσυνο στη μνήμη του.
Αλλά οι «ενοχλήσεις» δε σταμάτησαν. Όποιος χωριάτης περνούσε μπροστά από το σφαλισμένο σπίτι μετά τη δύση του ήλιου, ορκιζόταν πως άκουγε θορύβους και γδούπους – σαν κάποιος να πελεκάει ξύλα. Κάποιοι ορκίζονταν πως κόλλησαν το αυτί τους σε ένα σανιδωμένο παράθυρο και άκουσαν μια ανδρική φωνή να ψιθυρίζει καθώς και βήματα να πηγαινοέρχονται, άλλες φορές αργά, άλλες γρήγορα.
Ότι δεν καταφέρνουν οι άνθρωποι, το κατορθώνει ο καιρός. Τέτοια συμβάντα σιγά σιγά ξεθυμαίνουν από μόνα τους, λες και ο αέρας, μαζί με τον χρόνο, τους κλέβει λίγο λίγο όλη την αλλόκοσμη γοητεία που τα διακρίνει. Ακόμα και αυτά τα περιστατικά αραίωσαν. Τόσο πολύ που η εγγονή του γερο-ξυλουργού, αφότου παντρεύτηκε, πιστεύοντας πως ο μακαρίτης ο παππούς της είχε επιτέλους αναπαυτεί εν ειρήνη, αποφάσισε να γκρεμίσει το φτωχικό σπιτάκι που άλλοτε έμενε η μάνα της και να χτίσει στη γη του ένα αρχοντικό που θα άρμοζε σε εκείνη και τον άντρα της.
«Έτσι κι έγινε;»
«Αντιθέτως. Ο παππούς λούφαζε ακόμα εκεί γύρω στο σπιτάκι του και μόλις πήρε μυρωδιά πως ήθελαν να του κάνουν έξωση… ποιος τον είδε και δεν τον φοβήθηκε. Η κόρη του κι ο άντρας της, η εγγονή και ο δικός της άντρας, ακόμα κι οι εργάτες που δούλευαν για εκείνους, άρχισαν να έχουν περίεργα όνειρα με τον πεθαμένο. Άλλοτε τους κοιτούσε περίλυπα – ενώ έμενε αμίλητος – και άλλες φορές έλεγε το παράπονό του με ψιθυριστή φωνή.
«Τόσα και τόσα έδωσα στη μάνα σου, κοκόνα μου», άκουσε να τις λέει ο παππούς της στο όνειρό της. «Γιατί θες να με ξεσπιτώσεις;».
Κι ήταν τέτοια η ταραχή της νέας που σηκώθηκε και ντύθηκε άρον άρον. Ξύπνησε τον άντρα της και με τα γαϊδουράκια τους πήγαν να βρουν τον αρχιμάστορα και να του μηνύσουν πως το σπιτάκι δεν έπρεπε να γκρεμιστεί. Αντ’ αυτού, μετέτρεψαν το σπιτάκι σε παρεκκλήσι και έχτισαν το αρχοντικό γύρω του. Κι αν επισκεφτείτε το νησί…., ακόμα και σήμερα μπορείτε να επισκεφτείτε το παρεκκλήσι που κάποτε υπήρξε το σπίτι ενός ταπεινού ξυλουργού που το στοίχειωσε από την ανεκπλήρωτη επιθυμία του να δει την εγγόνα του.»
«Αλλά δεν είναι στοιχειωμένο πια;»
«Κι όμως είναι. Ο αθεόφοβος ακόμα και την εκκλησία στοιχειώνει. Άσε που βρήκε καινούργια άπλα και τώρα τον ακούνε και μέσα στο καινούργιο σπίτι. Όχι πάντα, βέβαια! Αλλά το φαινόμενο εμφανίζεται κυρίως ανήμερα του θανάτου του. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, το παρεκκλήσι ανοίγεται και η οικογένεια μαζί με τον παπά τελούν μια λιτή Θεία λειτουργία και προσεύχονται για τη σωτηρία των ψυχών. Είναι κάποιοι μάλιστα – δε θα πω ονόματα – που ορκίζονται πως είδαν τον νεκρό να κάθεται σε ένα από τα στασίδια στο πιο σκοτεινό μέρος της εκκλησίας και πως δεν έπαιρνε τα μάτια του από τον ιερέα καθ’όλη τη διάρκεια της Θείας λειτουργίας.»*
* Οποιαδήποτε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική.
Διαβάστε το Πρώτο Μέρος: Περί αερικών και άλλων δαιμονίων: Το στοιχειό του ξυλουργού
Σχετικά άρθρα:
Περί αερικών και άλλων δαιμονίων: Το στοιχειό του ξυλουργού
Μύθοι, προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες στην Ελλάδα
Προκαταλήψεις που συνεχίζουν να υπάρχουν εν όψει 2020
Πώς να πραγματοποιήσουμε τις ευχές μας!
Comments are closed.