Μία διαφορετική χριστουγεννιάτικη ιστορία … για φαντάσματα που παραμένουν ξεχασμένα σε ένα παλαιοπωλείο…και όλα αυτά, Παραμονή Χριστουγέννων!
Από την Ειρήνη Αγγελίδου
Μία διαφορετική χριστουγεννιάτικη ιστορία
“Παραμονή Χριστουγέννων και δεν έλεγε να σταματήσει να περιπλανιέται στην γκρίζα πόλη. Γκρίζο δεξιά κι αριστερά, όπου και να κοίταζε, γκρίζο κάτω από τα πόδια της και, τι σύμπτωση, ένας γκρίζος ουρανός τη χαιρέτισε με μια χαιρέκακη βροντή όταν έστρεψε τα μάτια της προς τα πάνω.
Καλά, τι έγινε; Αναρωτήθηκε. Βρήκαν το γκρίζο σε τιμή ευκαιρίας και γκριζο-σοβάτισαν τα πάντα στο πέρασμά τους;
Ευτυχώς υπήρχαν και τα χριστουγεννιάτικα φώτα, λαμπάκια και στολίδια που χάριζαν λίγη ομορφιά στην παραπονεμένη πόλη. Όχι πως σταματούσε κανείς να τα θαυμάσει. Άντρες και γυναίκες, κάθε ηλικίας, μαζί με παιδιά ή βαριεστημένους εφήβους, την προσπερνούσαν με γοργό βηματισμό δεξιά κι αριστερά, σαν δρομείς σε έναν μυστικό αγώνα δρόμου που είχαν ξεχάσει μέχρι την τελευταία στιγμή, όταν τα πρωινά παράφωνα κάλαντα σε κάθε πόρτα σήμαναν την ώρα εκκίνησης.
Είχε μεσημεριάσει από ώρα, μα δύσκολα μπορούσε κάποιος να μαντέψει την ώρα αν δε κοιτούσε το ρολόι του. Η μέρα είχε πάθει μια σύγχυση και δεν ήξερε αν πάει προς το βραδινό της κρεβάτι ή το πρωινό της τραπέζι. Όσο για τον ήλιο, ούτε κουβέντα. Μόνο μια ματιά χρειάστηκε να ρίξει στους χίλιους μύριους επισκέπτες, πριν κάνει μεταβολή και γυρίσει στο κρεβάτι του.
Η Ελένη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Παλλάδιο Πανεπιστήμιο, απολάμβανε τις τελευταίες ώρες της ελευθερίας της και σεργιάνιζε στα δρομάκια της πόλης.
Τη σημερινή μέρα – Παραμονή Χριστουγέννων – θα την περνούσε με τον Άλκη, αλλά αύριο θα έπρεπε να πάρει το αυτοκίνητό της και να επισκεφτεί τους γονείς της και λοιπούς συγγενείς στο οικογενειακό τραπέζι, στο γραφικό χωριουδάκι τους.
Μπήκε πολλές φορές στον πειρασμό να κάνει την άρρωστη. Τους γονείς της τους έβλεπε δυο τρεις φορές την εβδομάδα, οπότε δε θα γινόταν και κάτι σοβαρό αν δεν πήγαινε στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Τους δεκάδες συγγενείς και τις αδιάκριτες ερωτήσεις τους ήθελε να αποφύγει. Κι ήταν τόσο κοιλιόδουλη που της προκαλούσε πόνο η ιδέα πως θα έχανε όλα τα ωραία σπιτικά φαγητά… Τους κουραμπιέδες της θείας Μυρτούς, τις δίπλες του ξάδερφου Χάρη, που τις έφτιαχνε με την οικογενειακή συνταγή της γιαγιάς Μαρίκας, τη φοβερή γέμιση γαλοπούλας με το συκωτάκι που έφτιαχνε η μαμά της και την σπανακόπιτα με το δυόσμο του θείου Λάμπη.
Λίγα δευτερόλεπτα πριν το μυαλό της στείλει επείγον μήνυμα στο στομάχι πως έπρεπε να αρχίσει να παίζει το ταμπούρλο του μεσημεριανού φαγητού – η ώρα του οποίου είχε περάσει προ πολλού – μια βιτρίνα την έκανε να σταματήσει απότομα.
Ήταν το πιο αποκρουστικό πλάσμα που είχε δει ποτέ της. Μια διακοσμητική κούκλα σε μέγεθος μαριονέτας.
Μία διαφορετική χριστουγεννιάτικη ιστορία
Η μαριονέτα, με ολοφάνερη κρίση ταυτότητας, ήταν απλωμένη σε μια άνετη καρό πολυθρόνα στη βιτρίνα του παλαιοπωλείου Ανεμοσκορπίσματα. Φαινόταν πως αποσκοπούσε στο να δώσει μια χριστουγεννιάτικη νότα στη στολισμένη βιτρίνα. Το χριστουγεννιάτικο δεντράκι και τα πολύχρωμα λαμπιόνια ήταν αρκετά. Το τζάκι με την χαρτονένια φωτιά και η καρό πολυθρόνα έδιναν μια ξεχωριστή χειμωνιάτικη νότα. Αλλά το αλλόκοσμο πλάσμα με το πλατύ σαρδόνιο χαμόγελο – ντυμένο με τη στολή γελωτοποιού – έμοιαζε με το παιδί αγιοβασιλίτικης ξωτικομάνας από καλλικαντζαροπατέρα που αποφάσισε να πάρει μέρος στις ακροάσεις για τη Χιονάτη και τους Εφτά Νάνους και απομυζούσε κάθε ίχνος χριστουγεννιάτικης χαράς όπως η βδέλλα το αίμα.
«Καλησπέρα», είπε στον άδειο χώρο γύρω της όταν μπήκε μέσα. Το μαγαζί δεν φαινόταν να έχει άλλους πελάτες εκτός από εκείνη, μα ούτε φαινόταν να έχει και ιδιοκτήτη. «Είστε ανοιχτά;», ξαναπροσπάθησε.
Ίσως έπρεπε να πεταχτεί στην τουαλέτα, σκέφτηκε ανασηκώνοντας τους ώμους. Μέχρι να εμφανιστεί, όμως, θα έριχνε μια ματιά γύρω. Τα παλαιοπωλεία έχουν πάντοτε μια δικιά τους χάρη. Είναι εκεί που κοιμούνται οι αναμνήσεις των ανθρώπων και περιμένουν καρτερικά κάποιον να τις ξυπνήσει από τον λήθαργό τους. Άφησε τα βήματά της να την οδηγήσουν προς κάτι ράφια κρυμμένα στο κακοφωτισμένο εσωτερικό του παλαιοπωλείου. Ναι, ήταν ακόμα ανοιχτό το μαγαζί αλλά τα φώτα είχαν σβήσει.
Οικονομία στο ρεύμα, πάνω απ’όλα, ακόμα και αν ο πελάτης στραβωθεί προσπαθώντας να διαβάσει τους τίτλους των βιβλίων που ενδιαφέρεται να αγοράσει.
Ήταν τόσο προσηλωμένη στο να διαβάζει τις ράχες των βιβλίων που δεν πρόσεξε πως ο ιδιοκτήτης του παλαιοπωλείου είχε βγει από την αποθηκούλα, που βρισκόταν σε ένα δωματιάκι πίσω από το ταμείο. Με κοτλέ πράσινο παντελόνι, λευκό πουκάμισο και σκούρα καφέ καζάκα, ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης με τα σγουρά – σαν προβάτου – λευκά μαλλιά και το κόκκινο παπιγιόν, έμοιαζε λες και είχε μεγαλώσει και γεράσει παρέα με τα αντικείμενα του καταστήματός του.
Τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών της και έσκυψε πιο κοντά στη ράχη ενός βιβλίου προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει το μισοσβησμένο τίτλο του: «..α .α.δ. …ρα.. .. …ρα». Ένα άλλο έγραφε: «Αι διαλέξεις του Δόκτορα Φραγκίσκου Μέσμερ εις τον ζωϊκόν μαγνητισμόν». Αυτό φαινόταν πιο ενδιαφέρον. Το τράβηξε από το ράφι και το ξεφύλλισε. Ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και πλούσιο σε εικονογράφηση. Αλλά όταν είδε την τιμή στην πρώτη σελίδα, παραλίγο να πάθει ένα μικρό εγκεφαλικό. Το γύρισε προσεκτικά στην αρχική του θέση, με το στόμα της σουφρωμένο σε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας.
Για καλή της τύχη, πρόσεξε έναν πάγκο με παλιές δαγκεροτυπίες που η τιμή τους ήταν πολύ πιο προσιτή για το πορτοφόλι της. Δεν ήθελε να φύγει με άδεια χέρια μέρα Χριστουγέννων. Θα μπορούσε άλλωστε να το κάνει δώρο στη φίλη της την Ουρανία που της άρεσαν τέτοια ασυνήθιστα αντικείμενα.
Ήταν τόσο απορροφημένη από το βλέμμα μιας αγέλαστης δεσποινίδος με μακριές μαύρες πλεξούδες, που δεν αντιλήφθηκε τον μαγαζάτορα να βγαίνει από το κατάστημα και να κλειδώνει την πόρτα πίσω του.
Σχεδόν δεν έδωσε σημασία στον υπόκωφο γδούπο που ακούστηκε πίσω της. Θα πρόσεχε πως το μαγαζί είχε ήδη κλείσει για τα Χριστούγεννα, με εκείνη ακόμα μέσα. Αγνόησε τον περίεργο ήχο αφηρημένα, καθώς εξέταζε την ασημένια θήκη στην οποία φυλασσόταν η δαγκεροτυπία. Ο δεύτερος γδούπος, όμως, ήταν τόσο δυνατός που της έκοψε τη χολή.
Σφίγγοντας την ασημένια θήκη της δαγκεροτυπίας στο στήθος της, γύρισε προς τα ράφια απ’ όπου είχε έρθει ο θόρυβος. Ένας βαρύς τόμος με τα Άπαντα του Σαίξπηρ βρισκόταν παρατημένος μες στη μέση του διαδρόμου. Πώς είχε πέσει τόσο βαρύ βιβλίο σε τέτοια ίσια θέση;
Έστρεψε τα μάτια της προς τα ψηλότερα ράφια, εκεί όπου βρίσκονταν όλα τα βιβλία που άρχιζαν από Σίγμα. Ήταν πολύ σκοτεινά και στην αρχή δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, αλλά καθώς τα μάτια της συνήθισαν στο σκοτάδι, αντιλήφθηκε πως κάτι υπήρχε εκεί πάνω, κάτι που κουνιόταν. Κι αν στεκόταν πολύ ακίνητη, τόσο πολύ που δεν τολμούσε να ανασάνει κανονικά, θα μπορούσε να ορκιστεί πως άκουγε έναν περίεργο θόρυβο, σαν γουργουρητό ή σαν το ροχαλητό της γάτας της. Αλλά σε κάποιες στιγμές, η χροιά του ήχου άλλαζε και έμοιαζε περισσότερο με γρύλισμα σκύλου.
Μήπως το κατάστημα είχε καμιά κακιασμένη γάτα για να φυλάει το εμπόρευμα από τα ποντίκια;
Τότε μόνο πρόσεξε πως η πόρτα ήταν κλειστή και ότι τα λιγοστά φώτα που ήταν ανοιχτά όταν είχε μπει στο κατάστημα, είχαν σβήσει κι εκείνα. Ίσως είχε γίνει κάποια διακοπή ρεύματος. Με αυτή την δικαιολογία προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της καθώς αποφάσισε πως είχε δει αρκετά. Αν ο ιδιοκτήτης ήταν τόσο ανίκανος στην εξυπηρέτηση πελατών και έμενε εξαφανισμένος επί πολλή ώρα, τότε δεν θα του έκανε τη χάρη να αγοράσει κάποιες από τις παλιατσαρίες του.
Κατευθύνθηκε προς την πόρτα με γοργό βηματισμό, μην τολμώντας να κοιτάξει πίσω της. Όταν έσπρωξε την πόρτα για να ανοίξει, κατάλαβε το μέγεθος της ατυχίας της.
Την είχαν κλειδώσει μέσα σε ένα άθλιο σκονισμένο χώρο και ήταν παραμονή Χριστουγέννων.
Και, τι χαρά, θα την περνούσε με το πιο αποκρουστικό χριστουγεννιάτικο ξωτικό στην ιστορία του κόσμου! Έριξε μια κατσουφιασμένη ματιά στη βιτρίνα. Ήταν τόσο οργισμένη με την ανευθυνότητα του ιδιοκτήτη να μην ελέγξει αν υπήρχε κάποιος άλλος στο κατάστημα πριν κλείσει, που της πήρε κάποιες στιγμές να καταλάβει πως η πολυθρόνα στη βιτρίνα ήταν τώρα άδεια. Μια ανατριχίλα την διαπέρασε όταν άκουσε βήματα πίσω της. Κι όχι μόνο βήματα, αλλά και πνιχτούς, βραχνούς καγχασμούς και ψιθύρους που φαίνονταν να έρχονται από κάθε μεριά του σκοτεινού παλαιοπωλείου.
Μία διαφορετική χριστουγεννιάτικη ιστορία
Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Μια ομίχλη φαινόταν να έχει καλύψει το μυαλό της και μια παγωμάρα «κλείδωνε» τα μέλη της. Δεν τολμούσε να γυρίσει και να κοιτάξει πίσω της, ακόμα και όταν τα βήματα πολλαπλασιάστηκαν. Ακόμα και όταν οι ψίθυροι έγιναν δυνατότεροι και άρχισαν να έρχονται πιο κοντά της.
Έσπρωξε με μανία την πόρτα, σε μια ύστατη προσπάθεια να ελευθερωθεί. Και τότε, πολλά πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα. Αμέτρητα μικρά χέρια ένιωσε να ακουμπάνε την πλάτη της. Μια ζωώδης κραυγή φόβου βγήκε από τα χείλη της και, σαν από μηχανής θεός, εμφανίστηκε ο ιδιοκτήτης κραδαίνοντας τα κλειδιά του μαγαζιού σαν φυλακτό προστασίας.
Τι έγινε μετά, δεν μπόρεσε ποτέ να θυμηθεί. Όταν συνήλθε ήταν ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο έξω από το παλαιοπωλείο, με το κεφάλι της ακουμπισμένο σ’ ένα τυλιγμένο παλτό. Είχε σταθεί τυχερή μέσα στην ατυχία της καθώς ο ιδιοκτήτης είχε ξεχάσει τα γυαλιά του στο κλειδωμένο μαγαζί και είχε γυρίσει να τα πάρει.
Στην ερώτησή της σχετικά με τη φύση εκείνων των πλασμάτων, φαντασμάτων – ό,τι κι αν ήταν – που την κυνήγησαν, εκείνος απάντησε με αοριστολογίες.
«Ήταν στο κατάστημα πριν το νοικιάσω και θα είναι εκεί ακόμα κι όταν ο επόμενος ιδιοκτήτης το πάρει από τα χέρια μου. Δεν τα ενοχλώ κι εκείνα με αφήνουν ήσυχο. Τώρα, αν σε ταλαιπώρησαν, μην τους κρατάς κακία. Αυτή είναι η φύση τους».
Για να την αποζημιώσει για τη λαχτάρα που πέρασε, της χάρισε τη δαγκεροτυπία που είχε διαλέξει και την ασημένια θήκη της.
«Πού ξέρεις», της είπε με ένα χαμόγελο. «Αν γίνεις κανονική πελάτισσα, ίσως σε συμπαθήσουν».
Οι καλοί της τρόποι και ο σεβασμός προς την ηλικία του, δεν της επέτρεψαν να απαντήσει όπως ακριβώς θα ήθελε. Απλά, του ευχήθηκε Καλά Χριστούγεννα.
Αργότερα, πάντως, όταν κατάφερε να σταθεί στα πόδια της, πήγαν και κάθισαν σε μια κοντινή καφετέρια και μια ζεστή σοκολάτα την έκανε να σταματήσει να τρέμει από την ταραχή. Αυτό που κατάλαβε – από τους υπαινιγμούς του – ήταν πως η κούκλα της βιτρίνας ήταν «προίκα» του καταστήματος.
Όποιος το νοίκιαζε, έπρεπε να την «υιοθετήσει» και να τη βάζει στη βιτρίνα κάθε εορταστική περίοδο.
Μία διαφορετική χριστουγεννιάτικη ιστορία
Ναι μεν οι περίεργες σκιές, τα γελάκια και οι φάπες που έτρωγε που και που από τους απρόσκλητους επισκέπτες του μπορούσαν να γίνουν ενοχλητικά, αλλά ήταν υποφερτά γιατί είχε μάθει να κλείνει νωρίς, πριν σκοτεινιάσει τελείως – και επειδή δε διαρκούσαν πολλές μέρες. «Παίρνουν δρόμο μετά τα Θεοφάνεια!», της είπε κλείνοντάς της συνωμοτικά το μάτι. «Άσε που έχω θαυμάσιες πωλήσεις!». Ήταν γουρλίδικα φαίνεται τα …τελώνια, να τα πει;
Τώρα από πού ήρθαν, αυτός και τα φιλαράκια του; «Από τον Κάτω Κόσμο…», θα απαντούσε η ίδια. Ο γηραιός ιδιοκτήτης απλά ανασήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε με αμηχανία. «Τι με μέλει; Φαγώσιμα δεν έχω να μου τα μαγαρίσουν και φαίνεται πως οι τηγανίτες που τους αφήνω και τα ποντίκια που βρίσκουν, τους είναι αρκετά. Αφού σέβονται το εμπόρευμά μου, τους σέβομαι κι εγώ…».
Η κοπέλα απέφυγε να απαντήσει – γιατί ήξερε πως θα πει κακία – και προτίμησε να πιει μια ακόμα γουλιά από το ρόφημά της…”
Σχετικά άρθρα:
Γιάννης πίνει Γιάννης κερνάει – Ο άγνωστος του μπαρ
Τρομακτικές ιστορίες που λέγαμε παιδιά
Γιατί έχεις ντραπεί περισσότερο στη ζωή σου; – Η ιστορία της Ηλιάνας
Χριστουγεννιάτικες ιστορίες από αγαπημένους καλλιτέχνες
Comments are closed.