Ιστορίες μυστηρίου και ανεξήγητων φαινομένων, που το μεταφυσικό κυριαρχεί και η λογική αντιμάχεται για να βρει τη λύση. Ά Μέρος
Από την Νικολέτα Πρεβενά
Ιστορίες μυστηρίου και ανεξήγητων φαινομένων – Β΄ Μέρος |
«Τι υπάρχει μετά το θάνατο;», μία ερώτηση που απασχολεί τους περισσότερους από εμάς. Μία ερώτηση για την οποία όλοι θα μάθουμε κάποτε την απάντηση, αλλά σίγουρα όχι τη στιγμή που τη ζητάμε. Αυτό το βασικό ερώτημα προσπαθήσαμε να ξεδιαλύνουμε με μία παρέα φίλων, αφηγούμενοι ιστορίες μυστηρίου και ανεξήγητων φαινομένων που δε μπορούμε να αναλύσουμε με την απλή λογική.
Ιστορίες μυστηρίου και ανεξήγητων φαινομένων
Ελάτε και εσείς στην παρέα μας στο Facebook, κάνοντας like στη σελίδα μας. |
«Μύρισα τον καπνό και ας ήμουν εκεί», Ευαγγελία Μ.
«Όταν γέννησα την κόρη μου – ξέρω πως θα ακουστεί κλισέ – ήταν το πιο όμορφο δώρο στη ζωή μου. Μαζί με τον άντρα μου την παρατηρούσαμε που κοιμόταν και σκεφτόμασταν πως δε γίνεται αυτό το πλασματάκι να το δημιουργήσαμε εμείς.
Στα δύο χρόνια της μικρής, έτυχε να νοσηλευτώ για μια επέμβαση ρουτίνας. Ένα πρωινό καθώς ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου, ένοιωσα μία ανησυχία. Τηλεφώνησα στο σύζυγό μου και μου είπε πως όλα ήταν καλά. Δε μπορούσα όμως να ηρεμήσω.
Θυμάμαι πως όλη την ημέρα μύριζα καπνό από φωτιά.
Ρωτούσα τις νοσοκόμες και τους γιατρούς αν καίγεται κάτι, με διαβεβαίωναν πως όχι. Ρωτούσα τους ασθενείς που με συντρόφευαν στο δωμάτιο, όλοι υποστήριζαν πως ήταν η ιδέα μου.
Βγαίνοντας από το νοσοκομείο την επόμενη μέρα, ο σύζυγός μου με πήγε στο σπίτι της πεθεράς μου. Έκπληκτη τον ρώτησα τι συμβαίνει. Τότε μου εξήγησε… την προηγούμενη ημέρα – που ήμουν ανήσυχη και μύριζα φωτιά – πράγματι είχε ξεσπάσει μία μικρή φωτιά στο σπίτι μας από ένα βραχυκύκλωμα. Η φωτιά δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, κάποιες μικροζημιές. Απλά εκείνος τρόμαξε γιατί ήταν μόνος του στο σπίτι με το παιδί που έκλαιγε γοερά.
Πώς γίνεται να μύριζα τη φωτιά στο σπίτι μου από το νοσοκομείο;»
«Αισθάνθηκα κάποιον να με χαϊδεύει», Μπάμπης Ντ.
«Ξέρω πως το περιστατικό που θα αφηγηθώ είναι λίγο εξωπραγματικό. Συνήθως, όταν το αφηγούμαι η απάντηση που εισπράττω είναι «Η ιδέα σου θα ήταν». Δεν ήταν ιδέα όμως αλλά γεγονός, τουλάχιστον έτσι πιστεύω. Να ξεκαθαρίσω πως ζω μόνος μου. Μέχρι σήμερα δεν έχω χάσει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο και, γενικότερα, όλα τα θέματα στη ζωή μου ρέουν σχετικώς καλά.
Ένα βράδυ στο διαμέρισμά μου, μετά από έναν αγώνα ποδοσφαίρου που παρακολουθήσαμε στην τηλεόραση με τους φίλους μου, έπεσα να κοιμηθώ. Ξύπνησα κατά τη διάρκεια της νύχτας από ένα θόρυβο. Δε μπορώ να διευκρινίσω με τι ακριβώς έμοιαζε. Τότε είδα μία μαύρη λεπτοκαμωμένη φιγούρα να με πλησιάζει. Αισθάνθηκα να με χαϊδεύει στην πλάτη σα να μου λέει «Μην ανησυχείς, συνέχισε τον ύπνο σου». Την ίδια στιγμή σκέφτηκα πως κάποιος είχε μπει στο σπίτι. Πετάχτηκα από το κρεβάτι και άνοιξα το φως. Κανείς δεν υπήρχε στο δωμάτιο και κανείς δεν υπήρχε σε ολόκληρο το σπίτι.
Δε μπορεί να ήταν η ιδέα μου γιατί απλούστατα το περιστατικό είχε τρεις φάσεις. Η πρώτη που ξύπνησα από το θόρυβο και είδα τη μαύρη φιγούρα. Η δεύτερη που με πλησίαζε και η τρίτη που με χάιδεψε φιλικά στην πλάτη.
Ποια ήταν εκείνη η μαύρη φιγούρα και τι ήθελε από εμένα;»
«Μία άγνωστη ηλικιωμένη γυναίκα με ενημέρωσε για το θάνατο του καλύτερού μου φίλου», Γιώργος Στ.
«Βρισκόμουν στο σταθμό του μετρό στο Σύνταγμα, μεσημέρι Σαββάτου. Μία μαυροφορεμένη, άγνωστη ηλικιωμένη γυναίκα με έντονα γαλάζια μάτια, με πλησίασε και με ρώτησε αν έχω ένα εισιτήριο. Της είπα πως εγώ δεν είχα αλλά μπορούσα να τη βοηθήσω να βγάλει από τα μηχανήματα. Εκείνη δέχτηκε και με ακολούθησε. Μου έδωσε τα χρήματα και της έδωσα το εισιτήριο.
Πριν φύγω μου φώναξε «Παλικάρι μου, μεγάλος πόνος θα σε βρει με τη φυγή του φίλου σου». Τα έχασα και η πρώτη σκέψη μου ήταν πως έπεσα σε τρελή. Τη ρώτησα τι εννοεί. Εκείνη γύρισε την πλάτη και έκανε να φύγει. Την ακολούθησα και την πίεσα να μου πει κάτι περισσότερο. Εκείνη δεν μου είπε τίποτα παρά μόνο «πήγαινε στο σπίτι σου».
Ξημερώματα Κυριακής χτύπησε το τηλέφωνο. Απάντησα ταραγμένος. Ήταν ένας φίλος που με ενημέρωσε πως είχαμε χάσει τον κολλητό μας, τον Διονύση, σε τροχαίο. Ο Διονύσης ήταν μόλις τριάντα και πέθανε ακαριαία σε τροχαίο με τη μηχανή του.
Πώς ήξερε αυτή η γυναίκα ότι εγώ θα χάσω τον φίλο μου;»
«Η γιαγιά μου με στοίχειωνε στα όνειρά μου», Έλλη Κ.
«Είχαμε χάσει τη γιαγιά μου όταν ήμουν είκοσι δύο χρόνων. Δεν ήμουν ιδιαίτερα δεμένη μαζί της, επομένως δεν ήταν ένα πένθος οδυνηρό. Σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, άρχισα να βλέπω τη γιαγιά μου κάθε βράδυ στον ύπνο μου. Ήταν πάντα αγριεμένη, τρομακτική και τα όνειρα με εκείνη θα έλεγα ότι ήταν εφιάλτες. Αισθανόμουν σαν να με κυνηγούσε, σαν να ήταν θυμωμένη. Δε θα μπορούσα να το περιγράψω ακριβώς.
Ο ύπνος μου είχε γίνει μαρτυρικός και η γιαγιά ήταν πια έμμονη ιδέα για εμένα. Κάποια στιγμή, αφηγούμενη το περιστατικό σε μία φίλη της μητέρας μου, εκείνη είπε πως θα έπρεπε να της ανάψουμε το καντήλι. Δεν πολυπιστεύω σε αυτά και, όπως συνηθίζω να λέω, «οι νεκροί με τους νεκρούς και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς». Επειδή όμως είχα ψιλοτρομάξει, αποφάσισα να αγοράσω και να της ανάψω ένα καντήλι. Όταν το άναψα τα όνειρα σταμάτησαν. Δύο βραδιές θυμάμαι συνέχισα να ανάβω το καντήλι και μετά το άφησα. Μέχρι σήμερα δεν την έχω ξαναδεί στα όνειρά μου.
Είναι δυνατόν ένας νεκρός να έχει ανάγκη από ένα καντήλι;»
«Έχασα τη βέρα μου στο σαλόνι και τη βρήκα στο γραφείο», Βαγγέλης Μπ.
«Είμαι άνθρωπος της λογικής και της επιστήμης. Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν πως οι ιστορίες μυστηρίου και ανεξήγητων φαινομένων έχουν πάντα μία λογική εξήγηση. Όλα, εκτός από ένα που μου συνέβη πριν πολλά χρόνια σε νεαρή ηλικία.
Νεαρός τότε, με είχαν καλέσει σε μία συνέντευξη για δουλειά. Η συνέντευξη πήγε καλά και σαν τελική δοκιμασία μου έβαλαν μία εργασία από την οποία θα έκριναν αν θα συνεργαζόμασταν. Την ήθελα πολύ αυτή τη δουλειά αλλά η εργασία που μου είχαν βάλει ήταν κάπως δύσκολη. Γύρισα στο σπίτι αρκετά σκεπτικός και προβληματισμένος. Είχα χαθεί σε σκέψεις για το πώς θα έπρεπε να στήσω την εργασία. Κάθισα στον καναπέ και έβγαλα τη βέρα από το δάχτυλό μου. Έχω τη συνήθεια όταν σκέφτομαι να παίζω στα δάχτυλα τη βέρα μου.
Εκείνη τη νύχτα η βέρα μου γλίστρησε από τα χέρια και έπεσε στο πάτωμα. Άκουσα και τον ήχο.
Έψαξα να τη βρω αλλά πουθενά… Σήκωσα καναπέδες, τίναξα μαξιλάρια, τράβηξα τραπεζάκια… τίποτα. Σαν να είχε εξαφανιστεί. Θεώρησα πως ίσως να ήμουν ιδιαίτερα αγχωμένος και δεν έβλεπα αυτό που είχα ακριβώς μπροστά μου. Αποφάσισα να κάνω ένα χαλαρωτικό μπάνιο και να συνεχίσω αργότερα το ψάξιμο. Πράγματι, έκανα μπάνιο και συνέχισα να ψάχνω. Η βέρα μου ήταν άφαντη. Τα παράτησα, έτσι και αλλιώς δεν είχε νόημα. Όταν θα επέστρεφε η γυναίκα μου θα ψάχναμε παρέα. Τέσσερα μάτια είναι πάντα καλύτερα από δύο.
Αποφάσισα να καθίσω να δουλέψω για να ξεχαστώ και πήγα στο γραφείο. Το γραφείο και το σαλόνι είναι δύο χωριστά δωμάτια στο σπίτι μας. Καθισμένος σε ένα γραφείο με πολλές στοίβες με χαρτιά, έπεσε το μάτι μου σε κάτι γυαλιστερό. Το κοίταξα καλύτερα και ήταν βέρα μου! Ακόμα πιο περίεργο και από την εμφάνιση της βέρας στο γραφείο ήταν το γεγονός πως βρέθηκε πάνω σε μία παλιά εργασία που είχα κάνει στο Πανεπιστήμιο, σχεδόν πανομοιότυπη με αυτήν που μου ζήτησαν στη δουλειά.
Σκέφτηκα πως είχε γυρίσει η γυναίκα μου και μου έκανε πλάκα. Δε συνέβαινε όμως κάτι τέτοιο. Αλλά ακόμα και να συνέβαινε, ήταν αδύνατο να γνωρίζει για τη συγκεκριμένη εργασία. Ήταν ένα γεγονός περίεργο και λίγο ανεξήγητο.
Πώς βρέθηκε η βέρα μου σε διαφορετικό δωμάτιο;»
«Πενήντα χρόνων θα πεθάνω», Λουκία Κ.
«Δεν είμαι λάτρης των ανεξήγητων φαινομένων, των μυστηρίων και των φαντασμάτων. Θυμάμαι όμως ένα περιστατικό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Το περιστατικό συνέβη σε μία θεία μου. Δεν κάναμε ιδιαίτερη παρέα αλλά από τις λίγες συζητήσεις που είχαμε κάνει, πάντα κατέληγε να μου λέει «Εγώ θα πεθάνω πενήντα χρόνων». Όσο και αν προσπαθούσα να της εξηγήσω πως ήταν αδύνατο να γνωρίζει την ημερομηνία θανάτου της, εκείνη επέμενε σθεναρά.
Στα σαράντα οκτώ της χρόνια διαγνώστηκε με καρκίνο. Μου πέρασε από τα μυαλό ασυναίσθητα, «μήπως έχει δίκιο και πεθάνει στα πενήντα της χρόνια;».
Η επέμβαση και οι θεραπείες όμως πήγαιναν σχετικά καλά. Για την ίδια βέβαια ήταν μεγάλη ταλαιπωρία αλλά οι εξετάσεις είχαν ένα αισιόδοξο μήνυμα. Ενάμισι χρόνο αργότερα, τα πράγματα για την υγεία της χειροτέρεψαν. Υποτροπίασε και οι μεταστάσεις ακολουθούσαν η μία την άλλη. Πέθανε πενήντα χρόνων, λίγες μόνο μέρες μετά τα γενέθλιά της. Ακόμα πιο τραγικό, το γεγονός πως οι κόρες της βρήκαν κάτι γράμματα που τους είχε γράψει – αν κρίνουμε από την παλαιότητα του χαρτιού – σε πιο μικρή ηλικία και τους έλεγε πως θα πεθάνει στα πενήντα και πως ήθελε να είναι αγαπημένες μεταξύ τους.
Μα πώς είναι δυνατόν κάποιος να γνωρίζει την ηλικία που θα πεθάνει;»
Comments are closed.