Η ταβέρνα του παππού μου… ήταν φτωχική, με λίγα πιάτα φαγητού και μπόλικο κρασί. Ήταν όμως τόπος συνάντησης, σκέψης και περισυλλογής, διαλόγου και επικοινωνίας.

Από την Ηρώ Στ. Μπουσούνη

Ένα κείμενο του 1956 που συγκλονίζει

Η διαφορετική ιστορία της Λερναίας Ύδρας – Μία ιστορία για παιδιά

Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο

Στην ταβέρνα του παππού, εκεί κάπου στο Παγκράτι, πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Δε θύμιζε σε τίποτα τις σύγχρονες ταβέρνες και τα γκουρμέ εστιατόρια που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σήμερα. Χωμένη σε ένα υπόγειο, αν δεν την ήξερες την έβρισκες με δυσκολία. Εξωτερικά δε θύμιζε σε τίποτα ταβέρνα. Εσωτερικά όμως ο χώρος ήταν φτωχικός αλλά ζεστός. Παντού βαρέλια με κρασί, λιγοστά ξύλινα τραπέζια και καρέκλες και οι μυρωδιές να σου διαπερνούν τη μύτη.

Η ταβέρνα του παππού μου σέρβιρε λίγα φαγητά, λίγα και καλά.

Ελάτε και εσείς στην παρέα μας στο Facebook, κάνοντας like στη σελίδα μας.

Θα έβρισκες πάντα καλοψημένη – και όχι ωμή – μπριζόλα, μπιφτέκια αχνιστά, γίγαντες, στιφάδο, κοκκινιστό μοσχαράκι, ρύζι. Ήταν το στέκι φτωχών εργαζομένων, οικογενειών, μοναχικών ανθρώπων… που όλοι τους με έναν μαγικό τρόπο γινόντουσαν μία παρέα.

Ο κος Κοσμάς «γρατζούνιζε» μία παλιά κιθάρα και αμέσως το κέφι για τραγούδι απλώνονταν σε όλο το μαγαζί. Παρέα με τον κο Κοσμά οι πελάτες, ο παππούς, μαζί και εγώ, γινόμασταν ένα, μία άψογα συντονισμένη χορωδία που τραγουδούσαμε για τα βάσανα, τη χαρά, τη ζωή.

Κρασί, τραγούδι, φαγητό και παρέα. Αυτό ήταν η ταβέρνα του παππού μου!

Άκουγες τους πελάτες να τρώνε και να συζητάνε όπως έκαναν παλιότερα οι οικογένειες τις Κυριακές. Έντονες συζητήσεις, διαφωνίες για την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό και μετά πάλι τραγούδι, φαγητό και κρασί… Και αν έφτανες αργά και είχε τελειώσει το φαγητό, ο παππούς δε θα σε άφηνε ποτέ νηστικό. Πάντα υπήρχαν δύο αβγά που θα έριχνε στο τηγάνι και θα τα συνόδευε με μπόλικο ψωμί.

«Να αγαπάς τους ανθρώπους, έχουν ανάγκη από αγάπη» συνήθιζε να μου λέει με βουρκωμένα μάτια.

Ο παππούς πέθανε και η ταβέρνα του που συγκέντρωνε μία ολόκληρη γειτονιά δόθηκε αντιπαροχή. Μέσα σε λίγους μήνες μία λευκή, απρόσωπη πολυκατοικία χτίστηκε στη θέση της. Μία πολυκατοικία που γκρέμισε το στέκι, τον τόπο συνάντησης της γειτονιάς και πρόσφερε πολυτελή διαμερίσματα σε λίγους.

Καμιά φορά ξαναγυρίζω νοερά στην ταβέρνα του παππού, σε εκείνο το υπογειάκι με το λιγοστό φως και τις εκλεκτές μυρωδιές, με τους ανθρώπους που διψούσαν για επικοινωνία …. και μου φαίνονται όλα τόσα μακρινά! Σαν μία άλλη εποχή! Μία εποχή που χάθηκε και η υπόγεια ταβέρνα αντικαταστάθηκε από το απόμακρο, ξινό και μίζερο γκουρμέ … απρόσωπο σαν την πολυκατοικία.

Comments are closed.