Γιατί έχεις ντραπεί περισσότερο στη ζωή σου; Η ιστορία του Σπύρου, που μοιράζεται μαζί μας μία ιδιαίτερα προσωπική του στιγμή για την οποία δεν αισθάνεται και πολύ περήφανος.
Από την Νικολέτα Πρεβενά
Γιατί έχεις ντραπεί περισσότερο στη ζωή σου; – Η ιστορία της Ηλιάνας |
Όλοι μας έχουμε, λίγο πολύ, μία στιγμή στη ζωή μας για την οποία δεν είμαστε και τόσο περήφανοι. Κακό δεν είναι να κάνουμε ένα λάθος, το κακό είναι όπως έλεγε ο Κομφούκιος: «Το να μη διορθώνεις τα λάθη σου είναι το μεγαλύτερο λάθος».
Με αφορμή την Ιστορία της Ιλιάνας, ζήτησα από τον καλό μου φίλο και συνάδελφο Σπύρο, να μου αφηγηθεί τη δική του. Ήταν αρκετά δύσκολο να τον πείσω γιατί όπως παραδέχεται ο ίδιος «δεν είμαι πολύ περήφανος για το παρελθόν μου». Η ιστορία του όμως είναι ανθρώπινη και αληθινή. Ένα λάθος και το τίμημά του. Μία ιστορία που προσπαθεί να ξεχάσει αλλά και που πρέπει να θυμάται για να μην επαναλάβει ποτέ το ίδιο λάθος.
Γιατί έχεις ντραπεί περισσότερο στη ζωή σου; – Η ιστορία του Σπύρου
«Είχα την τύχη να έχω έναν παιδικό φίλο που με συνόδευσε στην εφηβεία και μετέπειτα στις σπουδές μου. Ήμασταν αυτοκόλλητοι! Η παρέα μας βασιζόταν στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, τα κοινά ενδιαφέροντα, τις ατέλειωτες πλάκες και τον ενθουσιασμό. Μαζί συζητούσαμε σχεδόν τα πάντα και, πραγματικά, ήταν από τους λίγους ανθρώπους στη ζωή μου που με στήριξαν τόσο πολύ.
Ήμασταν είκοσι τεσσάρων χρόνων και βρισκόμασταν διακοπές. Ο φίλος μου είχε έναν σταθερό δεσμό από τα είκοσί του χρόνια. Εγώ, από την άλλη, ας το πούμε ποιητικά «αναζητούσα την αγάπη». Εκείνο το καλοκαίρι είχαμε πάει διακοπές εγώ, ο φίλος μου με την κοπέλα του και η αδελφή μου.
Σε γενικές γραμμές περνούσαμε καλά, μέχρι που έγινε το αναπάντεχο.
Ελάτε και εσείς στην παρέα μας στο Facebook, κάνοντας like στη σελίδα μας |
Ποτέ δεν ήταν ζηλιάρης ή κτητικός σαν άνθρωπος. Επομένως, δεν είχε πρόβλημα να μας αφήσει μόνους με την κοπέλα του. Η αλήθεια ήταν πως με την κοπέλα έκανα καλή παρέα. Ήταν όμορφη, έξυπνη και είχε χιούμορ. Ένα βράδυ, ο φίλος μου ήταν άρρωστος λόγω ηλίασης και ήθελε να κοιμηθεί νωρίς. Η αδελφή μου είχε κανονίσει να πάει σε ένα μπαρ με κάτι γνωστούς τους. Απέμεινα εγώ και η κοπέλα του.
Δε ξέρω πως μου ήρθε η ιδέα, δε μπορώ να καταλάβω αν το έκανα επίτηδες και της πρότεινα να πάμε μία βόλτα κάπου κοντά στα δωμάτια. Η βόλτα μάς έβγαλε στη θάλασσα. Η θάλασσα ήταν γαλήνια ενώ μία υπέροχη μουσική ακουγόταν μακριά από τα διάφορα μαγαζιά. Ήρθαμε πολύ κοντά… και όταν λέω πολύ κοντά το εννοώ! Ένα περίεργο πάθος με κυρίεψε, σαν να μην είχα ξαναδεί γυναίκα, σαν να την ερωτεύτηκα εκείνη τη βραδιά. Εκείνη, από την άλλη, είχε αμοιβαία συναισθήματα. Φιληθήκαμε και το ένα έφερε το άλλο…
Τη δεδομένη στιγμή δεν σκεφτόμουν τίποτα παρά μόνο εκείνη. Καθώς όμως γυρίζαμε στα δωμάτια ένα περίεργο συναίσθημα με κυρίεψε. Ντροπή και τύψεις.
Τι είχα κάνει; Τι θα έλεγα στο φίλο μου; Πώς μπόρεσα να μην τον σεβαστώ και να του κλέψω κάτι που αγαπούσε; Εγώ ήμουν εκείνος που του έλεγε «ότι και να μας συμβεί, πάνω από όλα η φιλία». Η επόμενη μέρα ήταν πολύ δύσκολη για όλους, δηλαδή για όλους τους ενόχους. Παρίστανα τον άρρωστο και πως δεν είχα διαθέσει να πάω για μπάνιο.
Κλεισμένος μέσα στο δωμάτιο, σκεφτόμουν συνεχώς τι είχα κάνει. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από την τρομάρα. Κατά πάσα πιθανότητα είχα χάσει τον παντοτινό μου φίλο… Αν όμως ήταν μεγαλόψυχος και με συγχωρούσε; Πώς μπόρεσα να του κάνω κάτι τέτοιο; Μήπως τελικά κρυφό-ζήλευα που ήταν τόσο ευτυχισμένος;
Το μεγαλύτερο ερώτημα όμως ήταν ένα: Έπρεπε να του το πω ή να το θάψω μέσα μου για πάντα;
Γυρίσαμε στην Αθήνα και οι τύψεις με έτρωγαν, για την ακρίβεια με κατασπάραζαν. Άρχισα να τον αποφεύγω, πάντα με κάποια δικαιολογία. Εκείνος από την πλευρά του είχε καταλάβει πως κάτι συνέβαινε με εμένα. Ήταν έξυπνος και ήξερε να «διαβάζει» τους ανθρώπους.
Κάποια στιγμή συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και μου έκανε την ερώτηση που φοβόμουν.
Ιστορίες μυστηρίου και ανεξήγητων φαινομένων – Ά Μέρος |
«Σπύρο, τι έγινε στο νησί;»
Δε μπορούσα να το κρατάω άλλο μέσα μου. Εξάλλου δεν ήταν σωστό και για τον ίδιο να «τρώει» τόσο δούλεμα. Του είπα την αλήθεια. Προς μεγάλη μου έκπληξη δεν είπε τίποτα. Τον παρακάλεσα να με βρίσει, να με χτυπήσει αν ήθελε. Εκείνος καμία αντίδραση.
Με κοίταξε με τόση αξιοπρέπεια… δεν έχω ντραπεί τόσο ποτέ για τίποτα και ούτε θα ντραπώ τίποτα περισσότερο στη ζωή μου, από αυτό το βλέμμα του.
Με μία φράση, σαν να μην είχε ακούσει τι είχα ξεστομίσει, μου είπε «Σπυράκο βιάζομαι. Τα λέμε. Να είσαι καλά.»… και χάθηκε για πάντα από τη ζωή μου. Όταν χρησιμοποιώ τον όρο «πάντα» τον εννοώ. Δεν απάντησε ποτέ στα τηλεφωνήματά μου, δε δέχτηκε να με συναντήσει και όσες φορές συναντιόμασταν τυχαία με χαιρετούσε αδιάφορα. Δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο με μεγαλύτερη αξιοπρέπεια!
Αν με χτυπούσε ή με έβριζε ίσως να μοιραζόμασταν τη ντροπή.
Εκείνος προτίμησε το δρόμο της αξιοπρέπειας, έναν δρόμο που του εξασφαλίζει η αυτοεκτίμησή και με έκανε «κομμάτια». Το μόνο που έμαθα για εκείνον από την αδελφή μου είναι πως χώρισε με την κοπέλα και κάποια στιγμή έφυγε στο εξωτερικό.
Έτσι λοιπόν, έχασα έναν καλό φίλο, έναν φίλο καλύτερο από αδελφό και το χειρότερο… δε βρήκα ποτέ όμοιό του. Δυστυχώς, όλα έχουν ένα τίμημα».
Comments are closed.